Αγγλικός όρος

chronic lead poisoning

Ορισμός

Η χρόνια λήψη ή εισπνοή μόλυβδου, η οποία προκαλεί καταστροφή του κεντρικού και περιφερικού νευρικού συστήματος, των νεφρών, των αιμοποιητικών οργάνων και του γαστρεντερικού συστήματος. Τα πρώιμα συμπτώματα περιλαμβάνουν την απώλεια της όρεξης, την απώλεια βάρους, την αναιμία, τον έμετο, την κόπωση, την αδυναμία, την κεφαλαλγία, την ύπαρξη κυανής γραμμής στα ούλα, την απάθεια ή την ευερεθιστότητα και την μεταλλική γεύση στο στόμα. Αργότερα αναπτύσσονται συμπτώματα παράλυσης, απώλειας της αισθητικότητας, απώλειας του συντονισμού και ασαφή άλγη. Η εργαστηριακή διάγνωση γίνεται διαμέσου της αναιμίας, των επιπέδων μόλυβδου στο αίμα πάνω από 5 μg/dl, της αύξησης της ελεύθερης πρωτοπορφυρίνης των ερυθροκυττάρων, της αυξημένης αποβολής μόλυβδου στα ούρα, των χαρακτηριστικών ακτινογραφικών αλλαγών στα άκρα των αναπτυσσόμενων οστών.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Θα πρέπει να περιοριστεί η έκθεση στο μόλυβδο και να παρασχεθεί μια επαρκής διατροφή με επιπρόσθετες βιταμίνες. Χορηγούνται χηλικές ουσίες, όπως διμερκαπρόλη, διμερκαπρο-ηλεκτρικό οξύ (σουκκιμέρη) ή EDTA για την πτώση των επιπέδων μόλυβδου στα φυσιολογικά επίπεδα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Λαμβάνεται ένα ιστορικό για να καθοριστούν οι περιβαλλοντολογικές, οι εργασιακές ή οι εναλλακτικές φαρμακευτικές πηγές της λήψης ή της εισπνοής μόλυβδου, ενώ λαμβάνονται μέτρα για την απομάκρυνσή τους. (σε πολλές αμερικανικές πολιτείες, η απομάκρυνση του μόλυβδου από τα νοικοκυριά πρέπει να γίνεται από ειδικούς και όχι τους ιδιοκτήτες των σπιτιών, σύμφωνα με τους κανονισμούς της πολιτείας). Τα κέντρα για τον Έλεγχο και την Πρόληψη των Νοσημάτων και τα τοπικά Κέντρα Ελέγχου των Δηλητηριάσεων παρέχουν τις σχετικές πληροφορίες. Ένα θρύμμα ενός τετραγωνικού εκατοστού μολυβδούχου βαφής μπορεί να περιέχει κατά 1000 φορές μεγαλύτερη από τη συνήθη ασφαλή δόση μόλυβδου. Κατά τη λήψη του ιστορικού λαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με την ύπαρξη κίσσας, πρόσφατων αλλαγών της συμπεριφοράς, απώλειας ενδιαφέροντος για παιχνίδι και προβλήματα συμπεριφοράς, όπως επιθετικότητα και υπερευερεθιστότητα. O ασθενής αξιολογείται για καθυστέρηση της ανάπτυξης ή την απώλεια επίκτητων ικανοτήτων και ειδικά της ομιλίας. Τα σημεία από το κεντρικό νευρικό σύστημα που είναι ενδεικτικά της δηλητηρίασης με μόλυβδο ενδέχεται να είναι μη αντιστρέψιμα. Το μικρό παιδί αξιολογείται για επικίνδυνα χαρακτηριστικά, όπως για το υψηλό επίπεδο στοματικής δραστηριότητας στην όψιμη βρεφική ή την νηπιακή ηλικία, για χαμηλό ανάστημα, το οποίο αυξάνει την εισπνοή μολυσμένης σκόνης σε περιοχές που είναι πολύ μολυσμένες με μόλυβδο και για διατροφικές ελλείψεις ασβεστίου, ψευδαργύρου και σιδήρου, τον μόνο σοβαρότερο προδιαθεσικό παράγοντα για την αυξημένη απορρόφηση του μόλυβδου. Τα μεγαλύτερα παιδιά ελέγχονται για αναπνοή με οσμή βενζίνης, η λήψη της οποίας είναι διαδεδομένη και ειδικά σε παιδιά ορισμένων χωρών. Αξιολογείται η σχέση γονέα-παιδιού για ενδείξεις πλημμελούς γονικής φροντίδας, συμπεριλαμβανομένης της φτωχής υγιεινής, της ανεπαρκούς σίτισης, της σπάνιας χρήσης ιατρικών μέσων, της ανεπαρκούς ανάπαυσης, της λιγότερης χρησιμοποίησης μεθόδων για τη δημιουργική απασχόληση του παιδιού, της λιγότερης στοργής και των ανώριμων συμπεριφορών προς διατήρηση της πειθαρχίας. Χορηγούνται χηλικές ουσίες για την μετακίνηση του μόλυβδου από το αίμα και τους μαλακούς ιστούς, αυξάνοντας την κινητοποίησή του από τα οστά και την αποβολή του στα ούρα. Ένας συνδυασμός φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει λιγότερες παρενέργειες και καλύτερη απομάκρυνση του μόλυβδου από τον εγκέφαλο. Αν υπάρχει εγκεφαλοπάθεια, περιορίζονται τα υγρά για να αποτραπεί το επιπρόσθετο εγκεφαλικό οίδημα. Oι ενέσεις γίνονται ενδομυϊκά και οι θέσεις τους εναλλάσσονται σε περίπτωση επώδυνων ενέσεων (μπορούν να περιλαμβάνουν την ταυτόχρονη έγχυση προκαΐνης για τοπική αναισθησία). Στο παιδί επιτρέπεται να εκφράσει πόνο και θυμό, ενώ παρέχονται σωματικά και ψυχικά μέτρα για την ελάττωση του σχετικού στρες. Επί απουσίας εγκεφαλοπάθειας, οι εγχύσεις γίνονται ενδοφλέβια και διατηρείται η ενυδάτωση. O ασθενής αξιολογείται για τα επιθυμητά αποτελέσματα των φαρμάκων, τα οποία προσδιορίζονται από τα επίπεδα του μόλυβδου στο αίμα και την αποβολή του στα ούρα (σημείωση: οι ειδικές αιμοληψίες και τα δοχεία συλλογής ούρων είναι αναγκαία για μερικές εξετάσεις παρακολούθησης. Θα πρέπει να ληφθούν πληροφορίες από το εργαστήριο πριν την συλλογή) και για σημεία τοξικότητας από τις χηλικές ουσίες. Για τον έλεγχο των σπασμών, οι οποίοι είναι συχνά σοβαροί και παρατεινόμενοι, χορηγούνται αντισπασμωδικά φάρμακα, αντιεμετικά για την ναυτία και τον εμετό, σπασμολυτικά για τους μυϊκούς σπασμούς και αναλγητικά και μυοχαλαρωτικά για τις μυαλγίες και αρθραλγίες. Oι ηλεκτρολύτες του ορού παρακολουθούνται καθημερινά και ελέγχεται συχνά η νεφρική λειτουργία. Όταν υπάρχει ορατός μόλυβδος στο γαστρεντερικό σύστημα (ή σε επεισόδια οξείας λήψης μόλυβδου από το στόμα) γίνεται εντερόκλυση. Παρέχεται επαρκής διατροφή και διορθώνονται οι συνυπάρχουσες διατροφικές ελλείψεις, χορηγώντας, για παράδειγμα, συμπλήρωμα σιδήρου. Επίσης εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα ενεργητικής η παθητικής άσκησης, ώστε να διατηρηθεί η κινητικότητα της άρθρωσης και να αποτραπεί η μυϊκή ατροφία. Oι γονείς μαθαίνουν και υποβοηθούνται σχετικά με την πρόληψη των υποτροπών και το κοινό ενημερώνεται για τους κινδύνους της λήψης μολύβδου, την σπουδαιότητα ελέγχου των μικρών παιδιών (και ειδικά της προσχολικής ηλικίας) που διατρέχουν κίνδυνο για τα σημεία και συμπτώματα που υποδηλώνουν τη δηλητηρίαση και την ανάγκη θεραπείας.