Αγγλικός όρος

hydrogen

Ορισμός

ΣΥΜΒ: Η. Στοιχείο, το οποίο απαντάται ως άχρωμο, άοσμο και άγευστο αέριο και διαθέτει σθένος ενός ηλεκτρονίου· έχει ατομικό βάρος 1,0079, ατομικό αριθμό 1 και ειδικό βάρος 0,069. Ένα λίτρο του αερίου στο επίπεδο της θάλασσας και στους 0°C ζυγίζει 0,08988 g. Υπάρχουν τρία ισότοπα του υδρογόνου (το πρώτιο, το δευτέριο και το τρίτιο) με ατομικά βάρη περίπου 1, 2 και 3 αντίστοιχα.


ΕΝΤΟΠΙΣΗ: Το υδρογόνο απαντάται στον ήλιο και στους αστέρες. Αν και είναι το πλέον άφθονο στοιχείο στο γνωστό σύμπαν, η συγκέντρωσή του στη γήινη ατμόσφαιρα είναι μόλις 0,00005%. Το υδρογόνο απαντάται σε ελεύθερη μορφή (σε φυσικά αέρια και στις ηφαιστειακές εκρήξεις) μόνο σε μικρές ποσότητες. Στη Γη απαντάται κυρίως ως οξείδιο του υδρογόνου (H2Ο) και είναι συστατικό όλων των υδρογονανθράκων. Το υδρογόνο υπάρχει σε όλα τα οξέα και στην ιοντική του μορφή, είναι υπεύθυνο για τις χαρακτηριστικές ιδιότητες των οξέων. Το υδρογόνο απαντάται σε σχεδόν όλες τις οργανικές ενώσεις και είναι συστατικό όλων των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπών.

ΧΡΗΣΕΙΣ: Είναι ιδιαίτερα εύφλεκτο και χρησιμοποιείται στη φλόγα οξυγόνου-υδρογόνου για την οξυγονοκόλληση μετάλλων, στην υδρογόνωση ελαίων για τη στερεοποίησή τους· ως αναγωγικός παράγοντας· και σε πολλές αντιδράσεις σύνθεσης.

Ετυμολογία

[" + gennan, παράγω]

Υπώνυμος όρος

hydrogen cyanide
hydrogen dioxide
hydrogen donor
hydrogen iodide
hydrogen sulfide