Αγγλικός όρος

yeast

Ορισμός

1. Μονοκύτταρος μύκητας του γένους Saccharomyces ή Candida που αναπαράγεται δι' εκβλαστήσεων. Μετέχει στη ζύμωση των υδατανθράκων. Οι ζυμομύκητες και ιδιαίτερα οι Candida albicans μπορούν να προκαλέσουν συστηματικές λοιμώξεις καθώς και κολπίτιδα και καντιντίαση του στοματικού βλεννογόνου. Οι μυκητιασικές λοιμώξεις εκδηλώνονται συχνά σε ασθενείς με κακόηθες λέμφωμα (λεμφοκοκκιωμάτωση), ανεπαρκώς ελεγχόμενο σακχαρώδη διαβήτη, AIDS ή άλλες καταστάσεις που προκαλούν ανοσοκαταστολή.

2. Προϊόν του εμπορίου αποτελούμενο από αλεύρι αναμεμιγμένο με ζωντανούς μύκητες, το οποίο χρησιμοποιείται για παράδειγμα στη ζύμωση της μπύρας και στο ψήσιμο του ψωμιού (μαγιά).

Υπώνυμος όρος

brewer's yeast
dried yeast