της Ηρώς Κουνάδη

Ήταν η καλύτερη εποχή του χρόνου, εκείνη που περιμέναμε ανυπόμονα από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι το τέλος Μαΐου –γιατί, όπως είναι γνωστό τοις πάσι, οι ελάχιστες ημέρες του Ιουνίου που μένουν ανοιχτά τα δημοτικά σχολεία δεν είναι «κανονικές» ημέρες, ούτε «κανονικά» σχολείο.

Όσο και αν γκρινιάζαμε για τον μεσημεριανό ύπνο στον οποίο μας υποχρέωναν, ή για το δέκατο παγωτό της ημέρας που δεν μας άφηναν να φάμε, το καλοκαίρι ήταν η εποχή με τις βουτιές, με το καρπούζι και τα κουκούτσια του (που ως γνωστόν είναι ιδιαιτέρως διασκεδαστικά), με το παιχνίδι που διαρκούσε όλη μέρα, και με μερικές ακόμα αγαπημένες παιδικές συνήθειες, όπως οι παρακάτω.

Παίζαμε μπουγέλο την τελευταία μέρα της σχολικής χρονιάς: Και διαμαρτυρόμασταν φωνάζοντας και στριγγλίζοντας για κάθε μπουκάλι ή σακούλα με νερό που άδειαζε στο κεφάλι ή στην πλάτη μας –αλλά κατά βάθος το χαιρόμασταν.

Όσο πιο βρεγμένα ήταν τα ρούχα μας όταν επιστρέφαμε στο σπίτι, τόσο πιο χαρούμενοι ήμασταν.

Χτίζαμε κάστρα στην άμμο: Και ενθουσιαζόμασταν «βρίσκοντας νερό» εκεί που σκάβαμε στην άμμο.

Για την ακρίβεια, ενθουσιαζόμασταν πολύ περισσότερο με αυτό, παρά με το ίδιο το κάστρο, που χρειαζόταν πάντα την βοήθεια ενός ενήλικα για να γίνει εντυπωσιακό –ενώ η ανακάλυψη του νερού ήταν όλη δική μας.

Ξυπνούσαμε τα πρωινά για να δούμε παιδικά: Μπορεί όλη την χρονιά να αρνούμασταν πεισματικά να σηκωθούμε από το κρεβάτι για να πάμε στο σχολείο, οδηγώντας καθημερινά τους γονείς μας στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, αλλά τα Στρουμφάκια, τους Flintstones, την Κάντυ Κάντυ ή την Sailor Moon δεν υπήρχε περίπτωση να τα χάσουμε, κι ας ξεκινούσαν στις 8.00 το πρωί.

Μετρούσαμε τα παγωτά και τα μπάνια: Υπήρχε μια εποχή που τα παγωτά δεν μετριούνταν σε θερμίδες, αλλά σε χωνάκια. Και όσο περισσότερα είχες φάει στο τέλος του καλοκαιριού, τόσο πιο εντυπωσιακή προσωπικότητα ήσουν.

Το ίδιο, φυσικά, ίσχυε και για τα μπάνια –στα οποία μπορούσες εύκολα να «κλέψεις», μετρώντας για διπλό το απογευματινό μπάνιο, ή θεωρώντας ότι αν στεγνώσεις και ξαναβουτήξεις, μετράει για άλλο μπάνιο.

Προσποιούμασταν ότι κοιμόμαστε τα μεσημέρια: Περιμέναμε να κοιμηθούν οι πάντες στο σπίτι, και μετά σηκωνόμασταν από το κρεβάτι όσο πιο ήσυχα γινόταν (γιατί, ως γνωστόν, τα παιδιά που δεν κοιμούνται τα παίρνει ο Μεσημεράς) για να βγούμε έξω να παίξουμε, να κυνηγήσουμε τζιτζίκια, ή απλώς να κλέψουμε μερικά μπισκότα από την κουζίνα.

Φορούσαμε τα «δαχτυλίδια» των αναψυκτικών: Κι αργότερα, μεγαλώνοντας λιγάκι (και όταν τα δαχτυλίδια των αναψυκτικών άλλαξαν κι έγιναν πιο τετράγωνα) απαγγείλαμε την αλφάβητο μέχρι το δαχτυλίδι να σπάσει –προφανώς, το γράμμα στο οποίο θα σταματούσε ήταν ένα σημάδι του σύμπαντος για κάποιο έτερο ήμισυ από το Γ2, που μας σκεφτόταν εκείνη την στιγμή, επειδή εμείς πίναμε πορτοκαλάδα χωρίς ανθρακικό.

Σκίζαμε τα χάρτινα τραπεζομάντηλα από τα τραπέζια, κουνώντας μπρος πίσω τα πόδια που δεν έφταναν στο δάπεδο: Αφενός για να διοχετεύσουμε κάπου όλο το ταλέντο που μας είχε κληροδοτήσει η χαρτοκοπτική στο νηπιαγωγείο, και αφετέρου για να εκφράσουμε τη δυσαρέσκειά μας για τις συζητήσεις των «μεγάλων» που δεν μας αφορούν, και για το γεγονός ότι διάλεξαν πάλι ταβέρνα χωρίς παιδική χαρά, οπότε δεν έχουμε τίποτα καλύτερο να κάνουμε.

Παίζαμε με τα Δρακουλίνια: Τα οποία δεν ήταν απλώς το καλύτερο φαγητό του κόσμου, αλλά και ένα εντυπωσιακό gadget που μας μεταμόρφωνε στη στιγμή σε βαμπίρ/ δράκουλες. Έτσι, μπορούσαμε να «τρομάζουμε» τους γονείς μας, οι οποίοι με κάποιον εντυπωσιακό τρόπο κατάφερναν πάντα να κρύβουν τα χασμουρητά.

Εξίσου διασκεδαστικές ήταν αργότερα και οι τσίχλες από το σωληνάριο, οι Bubbaloo με την φρουτοσταγόνα, και το Calippo ή Grillo για τους παλαιότερους (παγωτό-γρανίτα σε σωληνάριο, για όσους έχουν ασθενή μνήμη).

Τρελαινόμασταν με τις μάσκες και τα γυαλιά της θάλασσας: Η πρώτη φορά που είδαμε καθαρά τον βυθό της θάλασσας ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία που την διηγούμασταν για μέρες –κι ας ήταν σκέτη άμμος, με δύο (2) φύκια όλα όσα είδαμε.

Ο αναπνευστήρας ήταν το απόλυτο gadget, που μας μεταμόρφωνε σε μικρούς Κουστό-σούπερ ήρωες. Όταν, δε, φορέσαμε για πρώτη φορά βατραχοπέδιλα νιώθαμε σαν τον Michael Phelps στο δρόμο για το χρυσό μετάλλιο.

Χτυπούσαμε κουδούνια αγνώστων και φεύγαμε τρέχοντας: Οι μεγαλύτεροι και πιο γενναίοι εξ ημών –που δεν φοβούνταν τον Μεσημερά– το έκαναν κατά προτίμηση μεσημέρι, για να είναι όσο το δυνατόν πιο ενοχλητικό, άρα και πιο διασκεδαστικό.

Οι περισσότερο «προχωρημένοι» μάλιστα τοποθετούσαν οδοντογλυφίδες στα κουδούνια, τα οποία έτσι χτυπούσαν συνεχώς εκτινάσσοντας την διασκέδαση σε νέα, δυσθεώρητα, ύψη.

Πίναμε Coca Cola μαζί με Fanta και Sprite στα πάρτι: Με ύφος «ζω επικίνδυνα», και την ακράδαντη πεποίθηση ότι είμαστε μεγάλοι πότες, και εμφανώς cool χαρακτήρες, που δεν φοβούνται τα ρίσκα.

Εσάς, ποια είναι η αγαπημένη σας ανάμνηση από τα καλοκαίρια των παιδικών σας χρόνων;

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Πώς ο διαβήτης κύησης επηρεάζει τα νεογνά
Όχι από τον γερμανό υπουργό Υγείας στην απαγόρευση των τσιγάρων
Ποιες ιατρικές ειδικότητες μπορούν να κάνουν επεμβάσεις αποκατάστασης μαστού [εγκύκλιος]