Αγγλικός όρος

hand

Ορισμός

Το μέρος του σώματος που συνδέει τον πήχη με τον καρπό. Περιλαμβάνει τον καρπό με τα οχτώ οστά του, το μετακάρπιο ή το σώμα της άκρας χειρός (μετακάρπια οστά) που έχει πέντε οστά και τα δάκτυλα (φάλαγγες) με τα 14 τους οστά. Σε κάποια επαγγέλματα και σε κάποιες ψυχαγωγικές δραστηριότητες, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα χέρια τους ως σφυριά και μπορεί να τραυματίσουν το ωλένιο νεύρο και την ωλένια αρτηρία με επακόλουθα σημεία ισχαιμίας και νευροπάθειας.

Συνώνυμο

manus

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ.]

Υπώνυμος όρος

ape hand
benediction hand
claw hand
cleft hand
diabetic hand
drop hand
functional position of hand
lobster-claw-hand
obstetricians hand
opera-glass hand
resting position of hand
writing hand