Αγγλικός όρος

exposure

Ορισμός

1. Η ποσότητα της ακτινοβολίας που εκπέμπεται προς ή από μια συγκεκριμένη περιοχή ή σε ολόκληρο το σώμα ή ένα αντικείμενο.

2. Η επαφή με έναν παράγοντα που μπορεί να προκαλέσει νόσο ή τραυματισμό, όπως ένα βακτήριο ή άλλο παθογόνο μικρόβιο, ένα χημικό παράγοντα, ένα μολυσμένο ζώο ή άνθρωπο, ή ένα φυσικό παράγοντα όπως μια πηγή ακτινοβολίας.

3. Η οπτική αποκάλυψη ενός τμήματος του σώματος, όπως στη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης.

4. Η τοποθέτηση ενός ατόμου ή αντικειμένου σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, π.χ. σε ζεστό ή κρύο νερό.

5. Οι σωματικές επιπτώσεις της μακροχρόνιας παραμονής στο ύπαιθρο, που περιλαμβάνουν ελάττωση της θερμοκρασίας του σώματος, βλάβες στο δέρμα, στους μυς και στα νεύρα, μεταβολή του επιπέδου συνείδησης και κρίσης, κώμα, και σε ορισμένες περιπτώσεις, το θάνατο.

Υπώνυμος όρος

acute exposure
double exposure
pulp exposure