Αγγλικός όρος

Streptococcus

Ορισμός

Γένος θετικών κατά Gram, δυνητικά αναερόβιων κόκκων της οικογένειας Streptococcaceae στην οποία τα κύτταρα τείνουν να σχηματίσουν αλυσίδες ή ζεύγη. Πολλά είδη είναι σαπρόφυτα ενώ άλλα είναι επικίνδυνα παθογόνα. Ταξινομούνται σε άλφα (α), βήτα (β) και γάμμα (γ) με βάση την ανάπτυξή τους σε αιματούχο άγαρ και την αιμόλυση που προκαλούν. Οι α-αιμολυτικοί στρεπτόκοκκοι προκαλούν μερική αιμόλυση και σχηματίζουν πράσινη απόχρωση γύρω από τις αποικίες. Οι β-αιμολυτικοί τύποι αιμολύουν πλήρως το αίμα και σχηματίζουν διαυγείς ζώνες γύρω από τις αποικίες, ενώ αυτοί του τύπου γάμμα είναι μη αιμολυτικοί και δεν μεταβάλλουν το χρώμα του θρεπτικού υλικού. Οι στρεπτόκοκκοι ταξινομούνται επίσης σε διάφορες ανοσολογικές ομάδες (ομάδες Lancefield) που συμβολίζονται με τα γράμματα Α έως Π και Κ έως Ο. Οι περισσότερες λοιμώξεις του ανθρώπου προκαλούνται από τις ομάδες A, B, D, F, G, H, K και Ο. Έχουν ταυτοποιηθεί περισσότεροι από 55 τύποι β-αιμολυτικών στρεπτόκοκκων ομάδας Α.

Συντομογραφία

Str

Ετυμολογία

[" + kokkos. κόκκος, κοκκίο]

Υπώνυμος όρος

Streptococcus agalactiae
Streptococcus bovis
Streptococcus equisimilis
Streptococcus faecalis
Streptococcus iniae
Streptococcus mutans
Streptococcus pneumoniae
Streptococcus pyogenes
Streptococcus viridans