Αγγλικός όρος

dysentery

Ορισμός

Διάρροια που περιέχει αίμα και βλέννα ως αποτέλεσμα φλεγμονής στα τοιχώματα της γαστρεντερικής οδού, ειδικότερα του κόλον. Παρουσιάζεται κοιλιακός πόνος, ανάγκη εκκένωσης και ορισμένες φορές πυρετός. Η δυσεντερία προκαλείται από βακτηριακές, ιογενείς, πρωτοζωϊκές ή παρασιτικές λοιμώξεις και είναι πολύ συνηθισμένη σε μέρη με ανεπαρκή υγιεινή, όπου τα τρόφιμα και το νερό μολύνονται με παθογόνους οργανισμούς.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Η κύρια έμφαση των παροχών της υγειονομικής περίθαλψης δίνεται στην πρόληψη της λοίμωξης, με τη βελτίωση του τρόπου χειρισμού των αποβλήτων στις κοινότητες και την εκμάθηση των σωστών τεχνικών για τον χειρισμό, το μαγείρεμα και την αποθήκευση των τροφών. Οι ασθενείς, και ειδικότερα τα βρέφη, μπορεί να παρουσιάσουν σοβαρή αφυδάτωση, να εμφανίσουν μεταβολική οξέωση και χρήζουν ενυδάτωσης και, αναλόγως την περίπτωση, θεραπεία με αντιβιοτικά.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Όλοι όσοι κατοικούν στο σπίτι πρέπει να γνωρίζουν τις βασικές αρχές για τον χειρισμό των τροφών. Η ανάγκη για τακτικό πλύσιμο των χεριών, ειδικότερα μετά τη χρήση της τουαλέτας· η χρήση θερμόμετρου για το κρέας ώστε να ελέγχεται εάν το κρέας και τα φαγητά που περιέχουν αυγά είναι επαρκώς μαγειρεμένα· η ψύξη των τροφίμων (κάτω από τους 4,5°C) έως ότου μαγειρευτούν και εντός 1 ώρας μετά το μαγείρεμα (ειδικότερα σε περιόδους με ζεστό καιρό)· ο διαχωρισμός των ωμών και των μαγειρεμένων τροφίμων και η χρήση ξεχωριστών σκευών ή πιάτων για τις ωμές και τις μαγειρεμένες τροφές.

Ετυμολογία

[" + enteron, έντερο]

Υπώνυμος όρος

amebic dysentery
bacillary dysentery
balantidial dysentery
malignant dysentery
viral dysentery