Αγγλικός όρος

photosensitivity

Ορισμός

Η ευαισθησία στο φως, είτε λόγω αυτοάνοσης πάθησης, όπως ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, είτε λόγω χρήσης ή εφαρμογής ευαισθητοποιητικών φαρμάκων ή χημικών ουσιών.

ΦΑΡΜΑΚΟ-ΕΠΑΓΟΜΕΝΗ ΦΩΤΟΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ: Τα άτομα που χρησιμοποιούν συγκεκριμένα φάρμακα ή άλλες χημικές ουσίες μπορεί να αναπτύξουν δερματίτιδα ή ηλιακό έγκαυμα, μετά την έκθεση στο φως συγκεκριμένης έντασης και διάρκειας, το οποίο φυσιολογικά δεν θα τους επηρέαζε. Αυτές οι φωτοτοξικές αντιδράσεις προκαλούνται από την αλληλεπίδραση του υπεριώδους φωτός και των χημικών ουσιών που εμπεριέχονται στο φάρμακο, αλλά δεν επάγονται από το ανοσοποιητικό σύστημα. Οι ουσίες που σχετίζονται με φωτοευαισθησία περιλαμβάνουν τα παράγωγα της πίσσας που ανευρίσκονται σε αρώματα και βαφές, τα αντιεμετικά φάρμακα, τα οιστρογόνα και τα προγεσταγόνα, τα ψωραλένια, τις σουλφοναμίδες, τις σουλφονυλουρίες (από του στόματος υπογλυκαιμικά φάρμακα), τα θειαζιδικά διουρητικά, και τις τετρακυκλίνες. Τα άτομα που είναι γνωστό ότι έχουν αυξημένη ευαισθησία στο φως, η οποία προκαλείται από τα φάρμακα που λαμβάνουν, θα πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στο φως ή όταν εκτίθενται σε αυτό να χρησιμοποιούν ηλιοπροστασία ή ενδύματα που να καλύπτουν τις εκτιθέμενες περιοχές του δέρματος.

Ετυμολογία

[Ελλ. photos, φως + Ελλ. sensitivus, συναίσθημα]