Αγγλικός όρος

emulsion

Ορισμός

1. Μίγμα δυο υγρών τα οποία δεν είναι αμοιβαία διαλυτά. Εάν αναταραχθεί αρκετά, το ένα από τα δύο διαιρείται σε σφαιρίδια στην αποκαλούμενη ασυνεχή ή διεσπαρμένη φάση. Το άλλο αποτελεί τη συνεχή φάση. Το γάλα αποτελεί ένα γαλάκτωμα, στο οποίο το λίπος του βουτύρου είναι η ασυνεχής φάση.

2. Στην ακτινολογία, το τμήμα του ακτινολογικού φιλμ το οποίο είναι ευαίσθητο στην ακτινοβολία και περιέχει την εικόνα μετά την εμφάνιση.

Ετυμολογία

[Λατ. emulsio]

Υπώνυμος όρος

fat emulsion