Αγγλικός όρος

suppression

Ορισμός

1. Έλεγχος αλλά όχι πλήρης εξάλειψη μιας ασθένειας, ιδιαίτερα μόλυνσης. Για παράδειγμα, στην αντιμετώπιση του HIV/AIDS, οι φαρμακολογικές θεραπείες σχεδιάζονται ώστε να καταστείλουν τα ιικά φορτία σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
2. Πλήρης αδυναμία φυσικής παραγωγής μιας έκκρισης ή απέκκρισης, η οποία διακρίνεται από την κατακράτηση καθώς στη δεύτερη περίπτωση η έκκριση συμβαίνει φυσιολογικά αλλά το έκκριμα κατακρατείται στο όργανο ή στο σώμα.
3. Στην ψυχανάλυση, αμυντικός μηχανισμός του φροϋδικού εγώ με τον οποίο αναστέλλεται συνειδητά μια ιδέας ή επιθυμία. H καταστολή διαφέρει από την απώθηση η οποία θεωρείται ασυνείδητη διαδικασία.

Ετυμολογία

[Λατ. suppressio]

Υπώνυμος όρος

active immune suppression
androgen suppression
appetite suppression