Αγγλικός όρος

density

Ορισμός

1. Το σχετικό βάρος μιας ουσίας σε σύγκριση με ένα πρότυπο αναφοράς.

2. Η ιδιότητα του να είναι πυκνός.

3. Ο βαθμός μελανότητας μιας ακτινογραφίας ή η σχέση ανάμεσα στο παρεχόμενο φως και το φως που διέρχεται μέσω της ακτινογραφίας.

Ετυμολογία

[Λατ. densitas, πυκνότητα]

Υπώνυμος όρος


bone mineral density
bone mass density
caloric density
energy density
microvessel density
nutrient density
optical density