Αγγλικός όρος
scleredema
Ορισμός
Ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από οίδημα και σκλήρυνση του δέρματος συνήθως ως το αποτέλεσμα οξείας μόλυνσης.
Είναι καλοήθης αυτοπεριοριζόμενη ασθένεια, η οποία εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες εν συγκρίσει προς τους άντρες. Πολύ συχνά συγχέεται με τη
σκληροδερμία.
Βλ.: εικόνα.
Ετυμολογία
["+ oidema,οίδημα]
Υπώνυμος όρος
scleredema adultorum
Buschkes scleredema