"Ρευματοπάθειες" ή χρόνια ρευματικά νοσήματα είναι παθήσεις που προσβάλλουν κυρίως το μυοσκελετικό σύστημα και διαδράμουν με εξάρσεις και υφέσεις. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι μια χρόνια άσηπτη φλεγμονή του συνδετικού ιστού, που υπάρχει άφθονος στο σύστημα αυτό. Άσηπτη σημαίνει ότι δεν εντοπίζεται κάποιο μικρόβιο ή ιός ή άλλος παράγοντας που πυροδοτεί και διατηρεί αυτή την απάντηση του ανοσιακού (αμυντικού) συστήματος στο/α άγνωστο/α ερέθισμα/σματα.

Όταν πρωτοεμφανίζονται σε ασθενείς κάτω  των 18 ετών ονομάζονται Νεανικά Ρευματικά Νοσήματα (ΝΡΝ). Ωστόσο η κλινική τους εικόνα δεν αποτελεί μικρογραφία των αντίστοιχων νοσημάτων των ενηλίκων και η θεραπεία τους είναι εξατομικευμένη.

Τα συχνότερα ΝΡΝ και η ετήσια επίπτωσή τους σε παιδιά, σε διεθνές επίπεδο, εμφανίζεται στον παρακάτω πίνακα (*):

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Νεανικών Ρευματικών Νοσημάτων, που έχει οριστεί για τις 18 Μαρτίου, μιλούν στο iatronet.gr η καθηγήτρια Παιδιατρικής - Παιδιατρικής Ρευματολογίας στο ΑΠΘ και πρόεδρος της Ελληνικής Παιδορευματολογικής Εταιρείας, Μαρία Τραχανά (φωτογραφία δεξιά), η παιδίατρος - παιδορευματολόγος, πρόεδρος Επιστημονικής Επιτροπής Ομοσπονδίας ΡΕΥΜΑΖΗΝ, Τζένη Πρατσίδου - Γκέρτση (φωτογραφία μέση) και η παιδίατρος, πρόεδρος της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Βόρειας Ελλάδας, Όλγα Τζέτζη (φωτογραφία αριστερά).

Οι νέες θεραπείες που "κοιμίζουν" το νόσημα

Οι βιολογικοί παράγοντες είναι οι νέες επαναστατικές θεραπείες που εισήχθησαν από τις αρχές του 21ου αιώνα για την αντιμετώπιση των ρευματικών νοσημάτων γενικότερα, αλλά και για τα νεανικά ρευματικά νοσήματα.

"Πρόκειται για στοχευμένες θεραπείες, οι οποίες απευθύνονται στην καταστολή της άσηπτης φλεγμονής που αφορά τα ρευματικά νοσήματα και όχι στη θεραπεία των συμπτωμάτων. Είναι επομένως ριζικότερες θεραπείες και μπορούν να προσφέρουν σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ό,τι οι κλασικές θεραπείες την ύφεση της νόσου στα παιδιά αυτά και να τους επιτρέψουν να έχουν μια φυσιολογική ζωή, με πλήρη λειτουργικότητα, και να συμπεριφέρονται όπως οι συνομήλικοί τους στην καθημερινότητά τους", αναφέρει η κ. Τραχανά.

Όπως διευκρινίζει, τα φάρμακα αυτά δεν απευθύνονται σε όλους, αλλά σε ανθεκτικές περιπτώσεις παιδιών, τα οποία έχουν δοκιμάσει προηγουμένως τα κλασικά φάρμακα, τουλάχιστον για ένα τρίμηνο και αν η απόδοσή τους δεν είναι καλή, τότε οι γιατροί προχωρούν στις βιολογικές θεραπείες. Αυτές αφορούν περίπου το 40% των περιπτώσεων.

"Στα αυτοάνοσα νοσήματα δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ίαση, αλλά τα κοιμίζουμε βαθιά. Έχουμε περιπτώσεις παιδιών που το νόσημά τους κοιμάται βαθιά και δεν επανεμφανίζεται", τονίζει η καθηγήτρια, προσθέτοντας πως με τις νέες θεραπείες τα παιδιά έχουν πλήρη λειτουργικότητα, χωρίς παραμορφώσεις. "Δεν καταλαβαίνει κανείς το νόσημά τους, μπορούν να εκπληρώσουν τα όνειρά τους, όσον αφορά τις σπουδές τους, την επαγγελματική τους καριέρα, τη δημιουργία οικογένειας και την τεκνοποίηση".

Στο 1/3 των περιπτώσεων το νόσημα μπορεί να συνοδεύει τον πάσχοντα και στην ενήλικη ζωή του, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό θεραπεύεται.

Αιτιολογία και ψυχολογικές επιπτώσεις

Όπως επισημαίνει η κ. Πρατσίδου - Γκέρτση, τα νεανικά ρευματικά νοσήματα είναι κατά βάση αυτοάνοσα, δηλαδή νοσήματα στα οποία είναι διαταραγμένη η ισορροπία του ανοσιακού (αμυντικού) μας συστήματος. Η αιτιολογία τους αποδίδεται σε έναν συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων

"To γονίδιό μας είναι η σφαίρα μέσα σε ένα όπλο, η οποία θέλει πυροδότηση από κάποια άλλη αιτία, που θα τραβήξει τη σκανδάλη για να εκδηλωθεί", αναφέρει χαρακτηριστικά, διευκρινίζοντας πως υπάρχουν πάρα πολλά παιδιά που έχουν συγγενείς με ένα ρευματικό νόσημα, αλλά τα ίδια δεν θα εκδηλώσουν.

Στους περιβαλλοντικούς παράγοντες περιλαμβάνονται:

  • Η ατμοσφαιρική ρύπανση: "Από μελέτη στην Ασία, όπου υπάρχει υψηλή περιβαλλοντική μόλυνση από αιωρούμενα μικροσωματίδια, βρέθηκε ότι γυναίκες που εκτέθηκαν σε μολυσμένο περιβάλλον, είδαν κάποια από τα παιδιά τους να εμφανίζουν ρευματικό νόσημα", σημειώνει η κ. Πρατσίδου.
  • Η Διατροφή: "Η κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων με πολλά συντηρητικά κάνουν σήμα κινδύνου στο έντερό μας και αυτό απορρυθμίζει πάλι το ανοσιακό μας σύστημα".
  • Η έλλειψη άσκησης
  • Η παχυσαρκία. "Στον λιπώδη ιστό παράγονται ουσίες που πυροδοτούν την εκδήλωση αυτοάνοσων καταστάσεων".
  • Το στρες μπορεί να προκαλέσει υποτροπή σε υπάρχον ρευματικό νόσημα που είχε "κοιμηθεί" με τη θεραπεία.

Οι ψυχολογικές επιπτώσεις είναι παρούσες στο παιδί που πάσχει και έχει μειωμένη λειτουργικότητα και συχνά χρειάζονται στήριξη, τόσο τα ίδια όσο και οι γονείς τους. "Για αυτό, στόχος μας είναι πολύ νωρίς να δώσουμε τέρμα στη φλεγμονή για ένα μεγάλο διάστημα με την ειδική θεραπεία, για να νιώθει το παιδί ότι δεν μειονεκτεί στην κινητικότητά του και στις καθημερινές δραστηριότητες με τους συμμαθητές και τα αδέλφια του", τονίζει η παιδορευματολόγος, προσθέτοντας πως παράλληλα δίνεται εμψύχωση τόσο στο παιδί όσο και στην οικογένεια.

Ο κρίσιμος ρόλος του γενικού παιδιάτρου

Καθοριστικής σημασίας για την έκβαση ενός παιδικού ρευματικού νοσήματος είναι η έγκαιρη διάγνωση και η έναρξη της κατάλληλης θεραπείας, όσο το δυνατό νωρίτερα. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα κρίσιμος ο ρόλος του γενικού παιδιάτρου, ο οποίος πρέπει να έχει την κατάλληλη γνώση και ευαισθητοποίηση ώστε να υποψιαστεί την ενδεχόμενη παρουσία κάποιου ρευματικού νοσήματος, για την άμεση παραπομπή στον ειδικό παιδορευματολόγο.

"Υποψία ρευματικού νοσήματος από τον παιδίατρο θα τεθεί όταν υπάρχει παρουσία ενός ή περισσότερων χαρακτηριστικών ευρημάτων κατά την εξέταση, μυοσκελετικές εκδηλώσεις που υποδηλώνουν σοβαρές καταστάσεις, πολυσυστηματική προσβολή, ενώ πολύ σημαντική είναι η παρουσία του θετικού οικογενειακού ιστορικού", σημειώνει η παιδίατρος, πρόεδρος της Ένωσης Ελευθεροεπαγγελματιών Παιδιάτρων Βορείου Ελλάδος, Όλγα Τζέτζη.

Ο ρόλος του παιδιάτρου συνεχίζεται και μετά τη διάγνωση από τον ειδικό παιδορευματολόγο. Όπως αναφέρει η κ. Τζέτζη, θα μελετήσει πολύ προσεκτικά το ενημερωτικό σημείωμα του τελευταίου και θα λαμβάνει υπόψη του το ρευματικό νόσημα στη συνέχιση της παρακολούθησης, ως προς τις καμπύλες ανάπτυξης, πιθανές εξάρσεις και υποτροπές, κάποια λοίμωξη που μπορεί να μεταβάλλει την αντιρευματική αγωγή, συννοσηρότητες, πιθανές ψυχικές επιδράσεις της νόσου κ.ά. Θα ελέγχει την τήρηση της φαρμακευτικής αγωγής, τις ασκήσεις και το πρόγραμμα καθημερινότητας του παιδιού, θα βρίσκεται σε επικοινωνία με τον ειδικό όποτε χρειάζεται, ενώ θα έχει στενή συνεργασία με την οικογένεια, δασκάλους και άλλους επαγγελματίες υγείας πχ ψυχολόγους,  φυσιοθεραπευτές.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ECDC: Πρώιμο κρούσμα λοίμωξης από ιό Δυτικού Νείλου στην Ισπανία - Τι γίνεται στην Ελλάδα
Γνωστοί γιατροί απροστάτευτοι απέναντι σε "φαντομάδες" του Διαδικτύου
Πρόγραμμα "Προλαμβάνω": Έρχονται προληπτικές εξετάσεις για καρδιά και παχύ έντερο