H γήρανση του πληθυσμού παγκοσμίως είναι ένα σοβαρό ζήτημα που απασχολεί έντονα την επιστημονική κοινότητα και τις κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω θα αποτελούν το 29,5% του πληθυσμού της Ευρώπης έως το 2060. Και η Ελλάδα, εμφανίζει συμπτώματα δημογραφικής γήρανσης, καθώς το ποσοστό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών αναμένεται να φθάσει το 32% έως το 2050, από 18% που είναι σήμερα.

Το γεγονός αυτό όμως θέτει και μια μεγάλη πρόκληση: τα συστήματα υγείας, που δύσκολα κατορθώνουν να καλύψουν τις ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης του πληθυσμού, καλούνται να αναλάβουν την κάλυψη των ακόμα πιο δαπανηρών αναγκών υγειονομικής περίθαλψης εκατοντάδων εκατομμυρίων ηλικιωμένων.

Η επιστημονική κοινότητα, επισημαίνει τα τελευταία χρόνια ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπισθεί αυτό το σοβαρό ζήτημα είναι η κατάρτιση και εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης και προώθησης της υγιούς γήρανσης.

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας, κ. Κωνσταντίνος Γουργουλιάνης, Πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, κατά τη διάρκεια πρόσφατης ενημερωτικής εκδήλωσης, ανέφερε σχετικά με το θέμα:

«Ο κόσμος γηράσκει με ταχείς ρυθμούς, και αυτό είναι κάτι θετικό. Σημαίνει ότι τα άτομα ζουν περισσότερο και αναρρώνουν συχνότερα από οξείες νόσους.

Καθώς μεγαλώνουμε, το ανοσοποιητικό μας σύστημα εξασθενεί και αυξάνεται ο κίνδυνος προσβολής από σοβαρά νοσήματα, ενώ βλαβερές συνήθειες, όπως το κάπνισμα και η καθιστική ζωή, επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τον οργανισμό μας.

«Μεγαλώνουμε με Υγεία» σημαίνει ότι υιοθετούμε καθ όλη τη διάρκεια της ζωής μας υγιεινές συνήθειες, όπως η ισορροπημένη διατροφή, η τακτική άσκηση, οι κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις και ο εμβολιασμός για την πρόληψη νοσημάτων, με στόχο τη διασφάλιση της ποιότητας στη ζωή μας.

Πρέπει να αναφέρουμε ότι ένας από τους παράγοντες αύξησης των δαπανών υγείας δεν προκαλείται από αυτή καθ αυτήν τη γήρανση του πληθυσμού, αλλά από τη γήρανση χωρίς καλή υγεία.

Μέτρα, όπως τα Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμών, οι επιμορφωτικές εκστρατείες, όπως αυτή που υλοποίησε πρόσφατα η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία με το μήνυμα «Μεγαλώνουμε με Υγεία», μπορούν να βοηθήσουν στην παροχή προσιτής και αποτελεσματικής υγειονομικής περίθαλψης για τους ηλικιωμένους αλλά και να τους βοηθήσουν να ζήσουν μια δραστήρια και παραγωγική ζωή».

Η Δρ. Αδαμαντία Λιαπίκου, Πνευμονολόγος, Επιμελήτρια Ν.Ν.Θ.Α «ΣΩΤΗΡΙΑ» και Υπεύθυνη της Ομάδας Λοιμώξεων της Ε.Π.Ε, υπογράμμισε ότι:

«Tα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα χαρακτηριστούν από την επιδίωξη για πολιτική εξοικονόμησης πόρων, στον τομέα της υγείας, με κατεύθυνση την υγιή γήρανση και την πρόληψη των παθήσεων. Η σωστή και ισορροπημένη διατροφή, η ένταξη της σωματικής άσκησης στην καθημερινότητά μας, βοηθούν στην αποφυγή της παχυσαρκίας και των νόσων που επηρεάζονται από αυτήν (Σακχαρώδης Διαβήτης, Υπέρταση κλπ). Επιπλέον οι προληπτικές πρακτικές συμπληρώνονται με τις ετήσιες διαγνωστικές εξετάσεις και τον εμβολιασμό.

Ο εμβολιασμός είναι αποδεδειγμένα ένα από τα περισσότερο οικονομικώς αποδοτικά επιστημονικά επιτεύγματα της σύγχρονης εποχής για τη δημόσια υγεία. Τα σωστά δομημένα εθνικά προγράμματα εμβολιασμών μπορούν να διασφαλίσουν ότι κάθε παιδί και ενήλικας λαμβάνει το σωστό εμβόλιο, στο σωστό μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Η επένδυση ανθρώπινων, υλικοτεχνικών και οικονομικών πόρων στα προγράμματα εμβολιασμών βελτιώνει τις υπηρεσίες παροχής πρωτοβάθμιας περίθαλψης και διασφαλίζει ότι η ζωή παιδιών και ενηλίκων δεν τίθεται σε κίνδυνο από νόσημα που μπορεί να προληφθεί μέσω του εμβολιασμού, όπως η πνευμονιοκοκκική νόσος, η γρίπη, η ερυθρά κ.α.

Ωστόσο, τα ποσοστά εμβολιασμού των ενηλίκων παραμένουν χαμηλά τόσο στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως (μικρότερο του 40% του πληθυσμού), εξαιτίας και της λανθασμένης και ελλιπούς πληροφόρησης του κοινού. Τα εμβόλια είναι εξαιρετικά ασφαλή καθώς προκειμένου να χρησιμοποιηθούν, εξασφαλίζεται ότι πληρούν αυστηρές προϋποθέσεις, τις οποίες ορίζουν οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί.

Στη χώρα μας, το αναθεωρημένο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών Εφήβων και Ενηλίκων περιέχει ενιαίους «πίνακες αναφοράς» για τους επαγγελματίες Υγείας, ενώ τα εμβόλια που προτείνονται βάσει αυτών αποζημιώνονται 100% από όλα τα ασφαλιστικά ταμεία».

Ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Ερευνητής του Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας, στη διάρκεια της ομιλίας του, σημείωσε:

«Η αύξηση της χρόνιας νοσηρότητας, ως απόρροια της γήρανσης του πληθυσμού, είναι ένα γεγονός εν πολλοίς αναπόφευκτο, ωστόσο η ορθή διαχείριση των χρονίως πασχόντων και η υιοθέτηση συνηθειών οι οποίες προάγουν την υγεία, μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά το επίπεδο υγείας του πληθυσμού.

Πέραν αυτού, η διεθνής και εγχώρια βιβλιογραφία έχει να επιδείξει μια σειρά από παραδείγματα σχετικά με το πώς απλές παρεμβάσεις διαχείρισης νοσημάτων και παραγόντων κινδύνου μπορούν να επιφέρουν (και) οικονομικά οφέλη στο σύστημα υγείας.

Θα μπορούσαμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε ότι: (α) το συνολικό κόστος από το κάπνισμα στην Ελλάδα ανέρχεται σε 3,27 δις. ευρώ ετησίως.
Μια μείωση κατά 10% στην κατανάλωση σήμερα θα περιόριζε τους αναμενόμενους θανάτους στον τρέχοντα πληθυσμό κατά 96.000, σε βάθος χρόνου, και θα περιόριζε τη δαπάνη υγείας για τη θεραπεία νοσημάτων σχετιζόμενων με το κάπνισμα κατά 180 εκατ. ευρώ κατ έτος (β) στην Ελλάδα εκτιμάται ότι άνω των 3 εκατ. πολιτών πάσχουν από υπέρταση σήμερα, εκ των οποίων πολύ λίγοι κατορθώνουν να διατηρούν την αρτηριακή τους πίεση εντός αποδεκτών ορίων.

Υπολογίζεται ότι αν όλοι οι υπερτασικοί ασθενείς στη χώρα επιτύγχαναν ρύθμιση της αρτηριακής τους πίεσης σήμερα, το σύστημα υγείας θα μείωνε, με μια άκρως συντηρητική εκτίμηση, τις δαπάνες υγείας κατά 83 εκατ. ευρώ ετησίως μόνο από αποφευχθέντα εμφράγματα του μυοκαρδίου και αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (γ) Η ρύθμιση των ασθενών με διαβήτη, που στην Ελλάδα σήμερα ξεπερνούν τις 700.000, έχει πολλαπλά οφέλη, κλινικά και οικονομικά, καθώς έχει υπολογισθεί ότι ένας μη ορθά ρυθμισμένος διαβητικός ασθενής έχει κατά 59,5% υψηλότερο ετήσιο κόστος θεραπείας, σε σύγκριση με έναν αντίστοιχο ασθενή ο οποίος έχει επιτύχει ικανοποιητική ρύθμιση της γλυκόζης αίματος (δ) αν και τα ποσοστά εμβολιασμού των ανηλίκων στην Ελλάδα κινούνται σε ικανοποιητικά επίπεδα, προσεγγίζοντας το 100%, η ίδια εικόνα δεν ισχύει στον εμβολιασμό του ενήλικου πληθυσμού, όπου η χώρα βρίσκεται κάτω του μέσου όρου.

Ο εμβολιασμός, όμως, των ενηλίκων είναι βασικός παράγοντας της διατήρησης ενός καλού επιπέδου υγείας δια βίου, αλλά και του περιορισμού της δαπάνης περίθαλψης. Με βάση διεθνή δεδομένα, κάθε 1ε το οποίο διατίθεται σε προγράμματα εμβολιασμού ενηλίκων επιστρέφει 4,02ε στο κοινωνικό σύνολο, υπό τη μορφή αυξημένης παραγωγικότητας και αποφευχθείσας νοσηρότητας.

Στους δύσκολους καιρούς που περνά η χώρα και το σύστημα υγείας, η επίτευξη της οικονομικής αποδοτικότητας δεν είναι απαραίτητο να περνά πάντα από δρόμους μεταξύ «περικοπών». Δράσεις επένδυσης στην υγεία μπορούν να επιτύχουν καλύτερη ποιότητα ζωής σε όλο της το εύρος, αλλά και περιστολή στην υγειονομική δαπάνη με ορθολογικό τρόπο».

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Κ. Νταλούκας: Καθησυχαστικός για τα κρούσματα λοίμωξης από παρβοϊό
Παιδιατρικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης: Πρώτες εκσκαφές, κινήσεις για στελέχωση
Ιουλία Τσέτη στο iatronet.gr: Αυτό είναι το όραμά μου για τον ΣΕΒ