Από τα δεδομένα του 2015, μελέτη της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής έδειξε ότι στη χώρα μας το 17% των συμμετεχόντων εγκατέλειψε τη φαρμακευτική υπολιπιδαιμική αγωγή λόγω υψηλού κόστους συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη.

Το στοιχείο αυτό αναφέρθηκε μεταξύ άλλων σε σημερινή συνέντευξη τύπου, που δόθηκε με αφορμή τη διοργάνωση του 19ου Συμποσίου Αθηροσκλήρωσης και Συναφών Παραγόντων Κινδύνου, που πραγματοποιείται 18-19 Δεκεμβρίου στο Κάραβελ στην Αθήνα. Για τα θέματα του Συνεδρίου μίλησαν οι : Δημήτριος Τούσουλης, Καθηγητής Καρδιολογίας Ιατρικής Σχολής Παν/μίου Αθηνών, Γεώργιος Ανδρικόπουλος, Διευθυντής της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής του νοσοκομείου “Ερρίκος Ντυνάν” Hospital Center, Πέτρος Νιχογιαννόπουλος, Καθηγητής Καρδιολογίας Α’ Παν/κης Καρδιολογικής Κλινικής Ιπποκράτειου Γ.Ν.Α. & Professor of Cardiology Imperial College London, Hammersmith Hospital και Δημήτριος Ρίχτερ, Διευθυντής Β’ Καρδιολογικής Κλινικής Ευρωκλινικής Αθηνών.

Ο Καθηγητής Δημήτριος Τούσουλης αναφέρθηκε στο ρόλο του περιβάλλοντος στις καρδιαγγειακές παθήσεις. Το τελευταίο διάστημα γίνεται ολοένα και περισσότερο εκτεταμένη αναφορά για το σημαντικό ρόλο του περιβάλλοντος στις καρδιαγγειακές παθήσεις πέρα από τις γνωστές επιπτώσεις στο αναπνευστικό.

Μάλιστα, το πρόσφατο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Καρδιολογίας είχε σαν κεντρικό θέμα το Περιβάλλον και Καρδιά. Φαίνεται λοιπόν πως οι ρύποι (από αυτοκίνητα, βιομηχανίες κτλ.) επηρεάζουν σημαντικά την καρδιαγγειακή υγεία και επιδεινώνουν τη λειτουργικότητα των αγγείων, όσο και τους παράγοντες πήξης. Μάλιστα, σε άτομα που εκτέθηκαν σε ρύπους από μηχανές Diesel σημειωθήκαν σημαντικές επιδράσεις στο αγγειακό ενδοθήλιο. Αλλά και ο θόρυβος επηρεάζει την καρδιαγγειακή υγεία. Άτομα που εκτίθενται σε σημαντικό θόρυβο (περιοχές αεροδρομίων, λεωφόροι μεγάλης κυκλοφορίας) έχουν σημαντική αύξηση στην επίπτωση καρδιαγγειακών συμβαμάτων συγκριτικά με όσους ζούν στην εξοχή.

Συνεπώς, το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο στην καρδιαγγειακή υγεία με επιπτώσεις που δυστυχώς προς το παρόν δεν έχουν επαρκώς τεκμηριωθεί. Στα πλαίσια αυτά, από μελέτες της Α’ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, φάνηκε ότι η μέτριας έντασης αερόβια άσκηση έναντι της άσκησης αντίστασης και της διαλείπουσας αναερόβιας άσκησης προσφέρει πλεονεκτήματα όσον αφορά την ενδοθηλιακή λειτουργία και αγγειακή σκληρία, τόσο των κεντρικών όσο και των περιφερικών αρτηριών. Συνιστάται λοιπόν σε άτομα με καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου, αερόβια άσκηση σε φυσικό περιβάλλον που φαίνεται ότι βελτιώνει σημαντικά τις λειτουργικές ιδιότητες των αρτηριών και την καρδιαγγειακή υγεία.

Ο Διευθυντής της Α’ Καρδιολογικής Κλινικής του νοσοκομείου “Ερρίκος Ντυνάν” Hospital Center κ. Γεώργιος Ανδρικόπουλος, αναφέρθηκε στα αποτελέσματα του προγράμματος με την επωνυμία «Εκτίμηση Καρδιαγγειακού Κινδύνου - Μήνας Ελέγχου Χοληστερόλης» που υλοποιείται με συνέπεια για 10 συνεχή έτη από το ΕΛ.Ι.ΚΑΡ. και έχει μέχρι στιγμής συμπεριλάβει δεδομένα από 60.000 άτομα. Πρόκειται για την πιο μεγάλη βάση δεδομένων για τους παράγοντες κινδύνου των καρδιαγγειακών νοσημάτων στον ελληνικό πληθυσμό.

Να επισημάνουμε ότι από τα δεδομένα του 2015 φαίνεται ότι 17% των συμμετεχόντων εγκατέλειψε τη φαρμακευτική υπολιπιδαιμική αγωγή λόγω υψηλού κόστους συμμετοχής στη φαρμακευτική δαπάνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό αυτών των ασθενών που, εν μέσω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, εγκαταλείπει τη φαρμακευτική του αγωγή αυξάνει συνέχεια και ήταν μόλις 12,9% πέρσι. Επιπλέον, οι μισοί περίπου ασθενείς χαρακτηρίζουν μεγάλο ή δυσβάσταχτο το οικονομικό κόστος της φαρμακευτικής δαπάνης.
Συμπερασματικά, η υπερχοληστερολαιμία παραμένει άλυτο πρόβλημα στον ελληνικό πληθυσμό και το πρόβλημα της μειωμένης συμμόρφωσης στη δέουσα μακροχρόνια φαρμακευτική αγωγή έχει επιταθεί από το υψηλό κόστος της θεραπείας. Είναι ίσως ο πιο σημαντικός και υποτιμημένος λόγος για τον οποίο η οικονομική κρίση και η υποχρηματοδότηση της υγείας θα οδηγήσουν σε μερικά χρόνια σε αύξηση της καρδιαγγειακής θνησιμότητας στη χώρα μας.

Ένα πιο αισιόδοξο μήνυμα έρχεται από το βαθμό ευαισθητοποίησης των ασθενών απέναντι στο διογκούμενο πρόβλημα της κολπικής μαρμαρυγής. Φαίνεται ότι όλο και περισσότεροι ασθενείς λαμβάνουν την ενδεικνυόμενη αντιπηκτική αγωγή που προφυλάσσει από αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό για τη χώρα μας που έχει μεγάλο αριθμό αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, αλλά και μεγάλο αριθμό ασθενών με κολπική μαρμαρυγή, κυρίως λόγω γήρανσης του πληθυσμού. Σχολιάστηκαν ακόμα οι εξελίξεις στη θεραπευτική αντιμετώπιση της κολπικής μαρμαρυγής, όπως θα παρουσιαστούν στο συνέδριο, που δίνουν μια αισιόδοξη εικόνα για την αντιμετώπιση αυτής της εξαιρετικά συχνής και πολύ δαπανηρής αρρυθμίας, που προσβάλλει 1 στους 10 ηλικιωμένους και περισσότερο από 2% του πληθυσμού.

Ο Καθηγητής κ. Πέτρος Νιχογιαννόπουλος αναφέρθηκε στις νεώτερες κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαικής Καρδιολογικής Εταιρείας, καθώς και στη σημασία των κατευθυντήριων οδηγιών στην καθημερινή κλινική πρακτική. Η τήρηση των Ευρωπαίων Καρδιολόγων ως προς τις Κατευθυντήριες Οδηγίες της Ευρωπαικής Καρδιολογικής εταιρείας αυξάνεται κάθε χρόνο.

Ο Διευθυντής της Β’ Καρδιολογικής Κλινικής της Ευρωκλινικής Αθηνών κ. Δημήτρης Ρίχτερ αναφέρθηκε στα ιδιαίτερα ενθαρρυντικά μηνύματα από τις μελέτες OSLER και ODYSSEY για τα αντίσωματα που μπλοκάρουν το PCSK9, μια πρωτεΐνη που συμμετέχει στη μη αποδόμηση των υποδοχέων της LDL στον οργανισμό, και με τη χορήγηση μονοκλονικών αντισωμάτων μειώνουμε κατά 50-60% περαιτέρω την LDL, πέρα από τη μείωση που έχουμε ήδη πετύχει με τις στατίνες. Τα αντίσωματα αυτά (alirocumab και evolocumab) αναμένεται να αποτελέσουν το μελλοντικό σύμμαχο των ήδη χρησιμοποιούμενων φαρμάκων στην αντιμετώπιση της υπερλιπιδαιμίας και των επιπλοκών της. Τα αντισώματα αυτά χορηγούνται με ένεση κάθε 2-4 εβδομάδες. Τα φάρμακα αυτά αναμένονται εντός του 2016 και στην Ελλάδα, αφού έχουν ήδη λάβει έγκριση κυκλοφορίας τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική.

Έγινε ακόμη αναφορά στην πρόσφατα ανακοινωθείσα μελέτη Sprint, η οποία συντάραξε τον επιστημονικό κόσμο σχετικά με την αντιμετώπιση της υπέρτασης και αναμένεται να οδηγήσει σε πλήρη αναθεώρηση, τόσο των Ευρωπαϊκών όσο και των Αμερικανικών κατευθυντηρίων οδηγιών. Μία μελέτη, η οποία την ημέρα που δημοσιεύεται προκαλεί τρία editorial και ένα case report στο NEJM, τέσσερα editorial στο Hypertension και ένα άρθρο του Topol στους New York Times, που ζητά άμεση δημοσίευση των δεδομένων της μελέτης σε όλη την ιατρική κοινότητα ως σημαντικά δεδομένα για τη δημόσια υγεία, δεν μπορεί παρά να αποτελεί μία σημαντική μελέτη.

Η μελέτη SPRINT αξιολόγησε την εντατική αντιϋπερτασική θεραπεία έναντι της συμβατικής ρύθμισης της αρτηριακής πίεσης σε 9.361 άτομα αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου, αλλά χωρίς σακχαρώδη διαβήτη. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: στην ομάδα της εντατικής αντιϋπερτασικής θεραπείας με στόχο < 120 mmHg και στην ομάδα της συμβατικής θεραπείας, όπου ο στόχος ήταν < 140 mmHg.

Πρωταρχικό τελικό σημείο ήταν η εμφάνιση οξέος στεφανιαίου συνδρόμου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, καρδιακής ανεπάρκειας και καρδιαγγειακού θανάτου. H μελέτη διεκόπη πρώιμα μετά από παρακολούθηση 3,2 ετών, διότι οι ασθενείς στο σκέλος της εντατικής θεραπείας (μέση ΑΠ = 121,4 mmHg) εμφάνιζαν κατά 25% λιγότερα καρδιαγγειακά επεισόδια και κατά 27% χαμηλότερη συνολική θνητότητα, έναντι της συμβατικής θεραπείας (μέση ΑΠ = 136,2 mmHg).

Ειδήσεις υγείας σήμερα
19 Μαΐου 2024: Παγκόσμια Ημέρα Οικογενειακού Ιατρού
Επίσκεψη Κυριάκου Μητσοτάκη στο ΚΑΤ
Συμβουλές αυτοφροντίδας που θα κάνουν τη διαφορά