του Στέφανου Κοτζαμάνη

Μεγάλη ανακούφιση έχει προκαλέσει στους παράγοντες της ελληνικής (και όχι μόνο) ιχθυοκαλλιέργειας, η εδώ και λίγους μήνες σταθεροποιητική τάση που παρατηρείται διεθνώς στην τιμή της τσιπούρας.

Ωστόσο, η τιμή της τσιπούρας βρίσκεται πολύ κοντά στο χαμηλό της τελευταίας διετίας, ενώ αξιοσημείωτη υποχώρηση έχει παρατηρηθεί φέτος και στις τιμές του λαβρακιού. Έτσι, δεν έχουν κοπάσει ακόμη οι φόβοι για επανάληψη της κρίσης της περιόδου 2008-2009 οπότε η διεθνής υπερβάλλουσα προσφορά τσιπούρας είχε βυθίσει τις τιμές του ψαριού και είχε προκαλέσει εντονότατες αναταράξεις στον κλάδο.

Επιπρόσθετα, η πτώση των τιμών στα ψάρια, δεν έχει συνδυαστεί με παράλληλη υποχώρηση στις πρώτες ύλες, με αποτέλεσμα τα περιθώρια των ιχθυοκαλλιεργητικών μονάδων να έχουν συρρικνωθεί δραστικά.

Η αλήθεια είναι πως οι ελληνικές εταιρείες πέραν των μεγάλων ανοιγμάτων τους προς τις τράπεζες και τα ζητήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν, παρακολουθούν τους Τούρκους κυρίως ανταγωνιστές να αυξάνουν κατά τα τελευταία χρόνια την παραγωγή τους και να ρίχνουν τις τιμές, κερδίζοντας μερίδια αγοράς.

Αυτό το καταγράφουν ακόμη και παράγοντες της αγοράς οι οποίοι αμφισβητούν τα στοιχεία του FAO (Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων) που φέρουν την Τουρκία να έχει υπερκεράσει την ελληνική παραγωγή σε τσιπούρα και λαβράκι.

Ενδεικτικό είναι το περιεχόμενο εκτεταμένου άρθρου στον ξένο κλαδικό τύπο (Intrafish), όπου αναφέρεται πως κατά την τελευταία τριετία οι τουρκικές εταιρείες κερδίζουν μερίδια αγοράς από τις ελληνικές, με αποκλειστικό όπλο τις χαμηλές τιμές. Σύμφωνα με το σχετικό δημοσίευμα, κατά την τελευταία τριετία η Τουρκία αύξησε την παραγωγή της κατά 50% στην τσιπούρα και κατά 30% στο λαβράκι, όταν η Ελλάδα μείωσε την παραγωγή της τσιπούρας κατά 12% και του λαβρακιού κατά 8%.

Ο προβληματισμός μάλιστα των παραγόντων της διεθνούς αγοράς για μελλοντική υπερπροσφορά μεσογειακών ψαριών εντείνεται και από άλλα γεγονότα, όπως:

Πρώτον, οι παραγωγικές επενδύσεις που υλοποιούνται σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική και που προφανώς θα ενισχύσουν την παγκόσμια προσφορά μέσα στα επόμενα έτη.

Δεύτερον, την άποψη ορισμένων παραγόντων της Τουρκίας, οι οποίοι δεν παρατηρούν σήμερα φαινόμενα υπερβάλλουσας παραγωγής στον κλάδο.

Και τρίτον, τον οξυνόμενο ανταγωνισμό σε αγορές όπως η Ισπανία και η Σαουδική Αραβία.

Πάντως, υπάρχουν και απόψεις που αποδίδουν την πτώση των τιμών των ψαριών, ως ένα βαθμό, και στα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές εταιρείες, με αποτέλεσμα να βγάζουν προς πώληση ψάρια μικρού μεγέθους και φυσικά χαμηλότερης τιμής.

Η αντίδραση της Δίας

Γενικότερα, οι ελληνικοί όμιλοι προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση μέσα από μειώσεις δαπανών και άλλων προωθητικών κινήσεων.

Αρκετοί επίσης έχουν τονίσει την αναγκαιότητα συγχωνεύσεων προκειμένου να εκμεταλλευθούν συνέργειες και οικονομίες κλίμακας, πιστεύοντας μάλιστα πως η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην υλοποίηση των συγχωνεύσεων έχει κοστίσει πολύ στις ελληνικές εταιρείες του κλάδου. Σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, οι τράπεζες θα πρέπει να «βάλουν πλάτη» και να στηρίξουν τον κλάδο, μέσα από δραστικότερες παρεμβάσεις και όχι μόνο μέσα από το ρόλο του απλού παρατηρητή των εξελίξεων.

Κάποιοι άλλοι μιλούν για την ανάγκη μιας μεγαλύτερης επικοινωνίας μεταξύ των διεθνών παραγωγών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα ακραίας υπερπροσφοράς και ξαναζήσει ο κλάδος την περίοδο 2008-2009.

Ειδικότερα για την Δίας Ιχθυοκαλλιέργειες πάντως, ενδιαφέρον παρουσιάζει η δήλωση της διευθύνουσας συμβούλου της εισηγμένης κας Anita Hamilton στο Intrafish: «Αντιμετωπίζουμε την κατάσταση πολύ καλά, γιατί έχουμε επώνυμους πελάτες, και δεν πουλάμε τόσο πολύ στην spot αγορά. Έχουμε μειώσει τις πωλήσεις μικρών ψαριών, προκειμένου να αυξήσουμε το μέσο βάρος τους και έτσι δεν ρίχνουμε μεγάλους όγκους στην αγορά. Πουλάμε περισσότερο στα super markets, σε αντίθεση με άλλους παραγωγούς που τείνουν να βασίζονται στις spot πωλήσεις».

Η κα Hamilton επίσης, υπεραμύνθηκε της επιλογής για την προσφυγή της Δίας στις διατάξεις του άρθρου 99, θεωρώντας την ως την ενδεδειγμένη κίνηση με βάση αυτά που συμβαίνουν στον κλάδο.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Η επένδυση της GSK Ελλάδος στην κλινική έρευνα
H CoViD παραμένει πιο επικίνδυνη από τη γρίπη (μελέτη)
Φ. Κανακούδη: Η πρωτοπόρος του παιδικού αντιρευματικού αγώνα