Αγγλικός όρος

elephantiasis

Ορισμός

Μαζικό οίδημα, ιδίως των γεννητικών οργάνων και των κάτω άκρων, που οφείλεται σε απόφραξη των λεμφικών αγγείων, όπως π.χ. από φιλαρίαση, κακοήθειες, νευροϊνωμάτωση ή από μια οικογενή συγγενή νόσο (νόσος του Milroy). Το παρατεταμένο οίδημα μπορεί να προκαλέσει αύξηση στον μεσοκυττάριο ινώδη ιστό και πτυχώσεις ή ραγάδες του δέρματος. Στους ασθενείς με παρασιτική ελεφαντίαση (δηλ. από νηματώδεις σκώληκες του γένους Filaria, οι οποίοι είναι συνήθεις σε τροπικά κλίματα), η εφάπαξ χορήγηση ιρβερμεντίνης ή ιρβερμεντίνης και αλβενδαζόλης καταστρέφει τους άωρους, όχι όμως και τους ώριμους σκώληκες.

Ετυμολογία

[Ελλ. elephas, ελέφαντας + -iasis, κατάσταση]

Υπώνυμος όρος

scrotal elephantiasis