Αγγλικός όρος

vein

Ορισμός

Αγγείο που μεταφέρει αποξυγονωμένο (σκούρο κόκκινο) αίμα προς την καρδιά, εκτός από τις πνευμονικές φλέβες που μεταφέρουν οξυγονωμένο αίμα. Το τοίχωμα της φλέβας αποτελείται από τρεις χιτώνες: το ενδοθήλιο που επενδύει το εσωτερικό του αγγείου σχηματίζοντας τις βαλβίδες, τον λεπτό μέσο λείο μυ'ίκό χιτώνα και τον λεπτό ινώδη εξωτερικό χιτώνα. Οι φλέβες διαφέρουν από τις αρτηρίες στο ότι έχουν μεγαλύτερη χωρητικότητα και είναι περισσότερες· επίσης έχουν λεπτότερο τοίχωμα, μεγαλύτερες και συχνότερες αναστομώσεις και εμφανίζουν βαλβίδες που αποτρέπουν την παλινδρόμηση αίματος. Οι συστηματικές φλέβες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις επιπολής ή υποδόριες και τις εν τω βάθει με πολλαπλές αναστομώσεις μεταξύ των δύο κατηγοριών. Οι πρώτες δεν συνοδεύουν συνήθως κάποια αρτηρία, όπως συμβαίνει με τις τελευταίες. Οι συστηματικές φλέβες μπορούν επίσης να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες - σε αυτές που εισέρχονται στον δεξιό κόλπο μέσω της κάτω κοίλης φλέβας, σε αυτές που εισέρχονται μέσω της άνω κοίλης φλέβας και σε αυτές που εισέρχονται μέσω του στεφανιαίου κόλπου.

Ετυμολογία

Λατ. vena, φλέβα

Υπώνυμος όρος

anterior tibial vein
axillary vein
azygos vein
brachial vein
brachiocephalic vein
cephalic vein
common iliac vein
cranial venous sinus vein
external iliac vein
external jugulary vein
great saphenous vein
innominate vein
internal iliac vein
internal jugular vein
ovarian vein
popliteal vein
posterior tibial vein
radial vein
renal vein
small saphenous vein
testicular vein
ulnar vein