Δεν υπάρχει φάρμακο για τη θεραπεία του κοινού κρυολογήματος αλλά οι προσπάθειες αντιμετώπισης εστιάζονται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων. Επομένως, ο ρόλος του φαρμακοποιού είναι να επιλέξει την κατάλληλη θεραπεία βάσει των συμπτωμάτων του ασθενή.

Αποσυμφορητικά: Τα φάρμακα, τα οποία μπορούν να είναι αποτελεσματικά στη μείωση της ρινικής συμφόρησης είναι τα συμπαθητικομιμητικά. Λειτουργούν στενεύοντας τα διευρυμένα αιμοφόρα αγγεία του ρινικού βλεννογόνου υμένα.

Οι ρινικές μεμβράνες συστέλλονται αποτελεσματικά έτσι ώστε η παροχέτευση βλέννας και η κυκλοφορία του αέρα να βελτιώνονται, επιφέροντας ανακούφιση της ρινικής ακαμψίας.

Τα φάρμακα αυτά μπορούν να χορηγηθούν είτε από του στόματος είτε να εφαρμοστούν τοπικά. Σε περίπτωση που πρόκειται να συστηθούν ρινικά σπρέι/ σταγόνες, ο φαρμακοποιός πρέπει να συμβουλεύσει τον ασθενή να μη χρησιμοποιήσει το προϊόν για περισσότερο από 7 ημέρες, καθώς μπορεί να εμφανιστεί αναδυνάμωση της συμφόρησης.

Τέτοια φάρμακα είναι τα εξής:

  • Εφεδρίνη: πρόκειται για το ασφαλέστερο συμπαθητικομιμητικό. Δρα εντός ενός λεπτού και προσφέρει ανακούφιση για αρκετές ώρες. Εφαρμόζεται 2-3 φορές την ημέρα.
  • Ψευδοεφεδρίνη : είναι το μόνο συμπαθητικομιμητικό που χορηγείται από το στόμα. Μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικό όσο το τοπικό σκεύασμα αλλά δεν προκαλεί αναδυνάμωση της ρινικής συμφόρησης.
  • Φαινυλεφρίνη : η δράση της ξεκινά γρήγορα και διαρκεί από 30 λεπτά έως 4 ώρες.
  • Οξυμεταζολίνη
  • Ξυλομεταζολίνη

Η ξυλομεταζολίνη, όπως και η οξυμεταζολίνη διαρκούν περισσότερο (έως 6 ώρες) από τα άλλα φάρμακα. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω φάρμακα είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν αναδυνάμωση, καθώς είναι πιο δραστικά συμπαθητικομιμητικά. Η συνιστώμενη δόση για ενήλικες και παιδιά 6 ετών και άνω είναι ένας ψεκασμός ή μια σταγόνα διαλύματος 0.1% σε κάθε ρουθούνι 2 φορές την ημέρα.

Ο φαρμακοποιός πρέπει να γνωρίζει ότι κάποια από τα φάρμακα αυτά (π.χ., εφεδρίνη, ψευδοεφεδρίνη), όταν λαμβάνονται από το στόμα εμφανίζουν το ενδεχόμενο να κρατούν τους ασθενείς ξύπνιους, λόγω των διεγερτικών τους επιδράσεων στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

Είναι λογικό να συστηθεί στον ασθενή η αποφυγή λήψης δόσης του φαρμάκου κοντά στην ώρα που πέφτει για ύπνο.

Επιπλέον, τα συμπαθητικομιμητικά μπορούν να προκαλέσουν διέγερση της καρδιάς, αύξηση της πίεσης αίματος, ενώ μπορεί να επηρεάσουν τον έλεγχο του διαβήτη λόγω αύξησης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Οι ανεπιθύμητες αυτές ενέργειες συνήθως εμφανίζονται όταν τα φάρμακα λαμβάνονται από το στόμα, ενώ είναι απίθανο να εμφανιστούν όταν η χρήση τους είναι τοπική.

Ρινικές σταγόνες και ρινικά σπρέι που περιέχουν συμπαθητικομιμητικά μπορούν να συστηθούν σε εκείνους τους ασθενείς που πάσχουν από διαβήτη, καρδιοπάθεια, υπέρταση και υπερθυρεοειδισμό.

Τα συμπαθητικομιμητικά πρέπει να αποφεύγονται από όσους χρησιμοποιούν αναστολείς μονοαμινοξειδάσης (αναστολείς ΜΑΟ), β-αναστολείς και τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά.

Αντιϊσταμινικά: Η ισταμίνη είναι ένα χημικό που προκαλεί πολλές από τις ενδείξεις που αποτελούν μέρος των αλλεργικών αντιδράσεων και του κοινού κρυολογήματος, όπως οίδημα των ιστών.

Τα αντιϊσταμινικά είναι αποτελεσματικά στη μείωση του φτερνίσματος και της ρινόρροιας αλλά είναι συνήθως λιγότερο αποτελεσματικά για τη ρινική συμφόρηση. Οι επιδράσεις αυτές οφείλονται στην αντιχολινεργική δράση των αντισταμινικών.

Παρόλα αυτά, κάποια (π.χ., διφαινυδραμίνη) μπορούν, επίσης, να συμπεριληφθούν σε θεραπείες για το κρυολόγημα λόγω της υποτιθέμενης αντιβηχικής τους δράσης.

Τα αντιϊσταμινικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τοπικά ή από το στόμα και διαφέρουν ως προς τη διάρκεια της δράσης τους, καθώς και ως προς τη συχνότητα εμφάνισης παρενεργειών.

Πολλά παλαιότερα αντιϊσταμινικά έχουν σχετικά μικρή διάρκεια δράσης (4-6 ώρες), η οποία εκδηλώνεται 20-30 λεπτά μετά τη λήψη τους. Παρόλα αυτά, κάποια (π.χ., προμεθαζίνη) δρουν για έως 12 ώρες. Όλα τα παλαιότερα φάρμακα προκαλούν καταστολή αλλά η προμεθαζίνη μπορεί να είναι περισσότερο κατασταλτική, ενώ η χλωροφαιναμίνη λιγότερο.

Υπάρχουν ελάχιστες αποδείξεις ότι κάποιο από τα παλαιότερα κατασταλτικά αντιϊσταμινικά είναι ανώτερο από κάποιο άλλο, ενώ οι ασθενείς εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στην ανταπόκρισή τους. Τα παλαιότερα αντιϊσταμινικά είναι:

  • Προμεθαζίνη
  • Χλωροφαιναμίνη/ Χλωροφαινυραμίνη

Τα νεότερα αντιϊσταμινικά δεν προκαλούν καταστολή καθώς διαπερνούν τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό σε ελάχιστο μόνο βαθμό. Έχουν, επίσης, μεγάλη διάρκεια δράσης.

Τα μη κατασταλτικά αντιϊσταμινικά είναι:

  • Κετιριζίνη
  • Λοραταδίνη με ψευδοεφεδρίνη
  • Λεβοκετιριζίνη
  • Δεσλοραταδίνη
  • Μιζολαστίνη
  • Ρουπαταδίνη
  • Διμεθινδένη – Διμεθινδένη + Φαινυλεφεδρίνη

Τα φάρμακα αυτά πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με προστατική υπερτροφία και γλαύκωμα κλειστής γωνίας λόγω πιθανών αντιχολινεργικών παρενεργειών. Οι ασθενείς με γλαύκωμα κλειστής γωνίας πρέπει να αποφεύγουν τα αντιϊσταμινικά καθώς μπορεί να προκαλέσουν αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση.

Τα αντιχολινεργικά αυτά φάρμακα μπορούν ενίοτε να επισπεύσουν οξύτερη κατακράτηση ούρων σε ασθενείς με προδιάθεση, όπως άνδρες με προστατική υπερτροφία. Η υπνηλία είναι μια σημαντική παρενέργεια των περισσοτέρων από τα παλαιότερα αντιϊσταμινικά, παρόλο που παράδοξη διέγερση μπορεί να εμφανιστεί σπάνια, ειδικά με δόσεις ή σε παιδιά και ηλικιωμένους.

Η υπνηλία μπορεί να ελαττωθεί μετά από μερικές μέρες θεραπείας και αποτελεί σημαντικά μικρότερο πρόβλημα με τα νεότερα αντιϊσταμινικά. Παρόλο που η υπνηλία είναι σπάνια, οι ασθενείς πρέπει εντούτοις να προειδοποιούνται ότι μπορεί να εμφανιστεί και να επηρεάσει την εκτέλεση εργασιών που απαιτούν επιδεξιότητα.

Το υπερβολικό αλκοόλ πρέπει να αποφεύγεται, καθώς μπορεί να αυξήσει την καταστολή.

Σκευάσματα για το βήχα: Πριν την επιλογή της κατάλληλης θεραπείας, είναι σημαντικό να καθοριστεί ποιόν τύπο βήχα εμφανίζει ο ασθενής. Κατασταλτικά χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση του μη παραγωγικού βήχα, ενώ αποχρεμπτικά χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του παραγωγικού βήχα.

Τα κατασταλτικά βήχα δρουν στο κεντρικό νευρικό σύστημα αλλά το όφελός τους στη μείωση του βήχα είναι μικρό. Τέτοιο φάρμακο είναι η κωδεΐνη . Είναι ένα ναρκωτικό και έχει πολλές παρενέργειες, για παράδειγμα, δυσκοιλιότητα, αναπνευστική καταστολή.

Η κωδεΐνη είναι πολύ γνωστή ως φάρμακο κατάχρησης και πολλοί φαρμακοποιοί επιλέγουν να μην τη συνιστούν. Ως αποτέλεσμα, προσφέρουν άλλα σκευάσματα για το βήχα, τα οποία δεν είναι ναρκωτικά. Αυτά είναι:

Βουταμιράτη , Κλοβουτινόλη, Διφαινυδραμίνη , Πεντοξυβερίβη και Λεβοδροπροπιζίνη.

Τα αποχρεμπτικά ισχυρίζονται ότι προωθούν την αποβολή βρογχικών εκκρίσεων αλλά δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι το φάρμακο μπορεί να διευκολύνει συγκεκριμένα την απόχρεμψη. Τα αποχρεμπτικά επέδειξαν πιθανό όφελος στους ενήλικες, παρόλο που η κλινική συνάφεια αυτού δεν είναι γνωστή.

Τέτοια φάρμακα είναι τα ιπεκακουάνα, γουαϊφενεσίνη και άλατα αμμώνιου.

Τα βλεννολυτικά επέδειξαν πιθανό όφελος τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά. Διευκολύνουν την απόχρεμψη μειώνοντας την γλοιότητα της βλέννας και είναι τα εξής: Ακετυλοκυστεΐνη , Αμπροξόλη , Καρβοκυστεΐνη και Βρωμχεξίνη .

Φάρμακα ανακούφισης από τον πόνο: Η παρακεταμόλη αποτελεί τη θεραπεία πρώτης γραμμής για αναλγησία και αντιπυρετική δράση, καθώς είναι λιγότερο πιθανό να ενοχλήσει το στομάχι από κάθε άλλο μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ), όπως η ιβουπροφένη.

Σημειώνεται ότι η ιβουπροφένη εμφανίζει ελαφρώς μεγαλύτερη διάρκεια δράσης (6 ώρες σε σύγκριση με 4). Και τα δύο φάρμακα είναι σχετικά ασφαλή όταν χορηγούνται στη σωστή δόση, ενώ ελάχιστες παρενέργειες σχετίζονται με αυτά.

Είναι, επίσης, σημαντικό να θυμάστε ότι η ασπιρίνη δεν πρέπει να χρησιμοποιείται σε παιδιά ηλικίας κάτω των 18 ετών καθώς μπορεί να παίξει ρόλο στην εμφάνιση συνδρόμου Reye, μιας σπάνιας αλλά σοβαρής κατάστασης του ήπατος και του κεντρικού νευρικού συστήματος.

Τέλος, είναι σημαντικό να θυμάστε ότι τα αντιβιοτικά δεν έχουν καμία δράση έναντι του κρυολογήματος, καθώς δεν σκοτώνουν ιούς. Παρόλα αυτά, πρέπει να λαμβάνονται για την αντιμετώπιση βακτηριακών επιπλοκών, όπως είναι οι ιγμορίτιδες που προκύπτουν από το κρυολόγημα.

Επιπλέον, σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών δεν πρέπει να δίνονται καθόλου φάρμακα για το βήχα, αποχρεμπτικά και αντιϊσταμινικά.

Συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες

Στις μη παραδοσιακές συμπληρωματικές και εναλλακτικές θεραπείες που χρησιμοποιούνται για το κοινό κρυολόγημα περιλαμβάνονται η Echinacea, η βιταμίνη C, ο ψευδάργυρος και ο υγρός αέρας, καθώς και η πρόσληψη υγρών.

Echinacea: η Echinacea είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα φυτικά προϊόντα αλλά αμφισβητείται πολύ σχετικά με το όφελός της ως προς την πρόληψη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης (Shah SA et.al. 2007), η οποία σχεδιάστηκε προκειμένου να αξιολογήσει την επίδραση της Echinacea στη συχνότητα εμφάνισης και τη διάρκεια του κοινού κρυολογήματος, επιδείχθηκε ότι είναι αποτελεσματική στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης και της διάρκειας του κοινού κρυολογήματος.

Βιταμίνη C: ο ρόλος της βιταμίνης C (ασκορβικό οξύ) στην πρόληψη και θεραπεία του κοινού κρυολογήματος αποτελεί θέμα αμφισβήτησης εδώ και 60 χρόνια αλλά πωλείται και χρησιμοποιείται ευρέως τόσο ως προληπτικός όσο και ως θεραπευτικός παράγοντας.

Για το λόγο αυτό, σχεδιάστηκε μια μελέτη ανασκόπησης [Douglas RM – Ανασκόπηση Συστήματος Βάσης Δεδομένων Cochrane – Ιούλιος 2007, 18(3)] προκειμένου να ανακαλυφθεί αν οι καθημερινές από του στόματος χορηγούμενες δόσεις των 0.2 g βιταμίνης C μειώνουν τη συχνότητα εμφάνισης, τη διάρκεια ή τη σοβαρότητα του κοινού κρυολογήματος όταν χρησιμοποιούνται είτε ως συνεχής προφύλαξη είτε μετά την αρχική εκδήλωση των συμπτωμάτων.

Τα αποτελέσματα επέδειξαν ότι η αποτυχία της συμπληρωματικής βιταμίνης C στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης των κοινών κρυολογημάτων υποδεικνύει ότι η προφύλαξη ρουτίνας σε πολύ μεγάλες δόσεις δεν δικαιολογείται για χρήση από την κοινότητα.

Παρόλα αυτά, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί σε άτομα που εκτίθενται σε σύντομες περιόδους σκληρής σωματικής άσκησης ή κρύα περιβάλλοντα.

Ψευδάργυρος: η χρήση ψευδάργυρου έχει επιδειχθεί ότι αναστέλλει την ανάπτυξη των ιών και η δημοτικότητά του ως εναλλακτικής θεραπείας έχει αυξηθεί πάρα πολύ. Πραγματοποιήθηκε μια δομημένη μελέτη ανασκόπησης και τα αποτελέσματα επέδειξαν ότι η θεραπευτική αποτελεσματικότητα του ψευδαργύρου σε παστίλιες παραμένει να αποδειχθεί αλλά μόνο μια καλά σχεδιασμένη μελέτη ανέφερε θετικά αποτελέσματα για τη ρινική γέλη ψευδαργύρου.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ζεαξανθίνη: Όσα πρέπει να ξέρουμε για το αντιοξειδωτικό των ματιών
Ξεκινά σε λίγες ημέρες το 14ο Συνέδριο Φαρμακευτικού Management
Ποια αντισυλληπτικά συνδέονται με πρόκληση όγκων στον εγκέφαλο