Της Άννας Παπαδομαρκάκη
Μόνο φαρμακοποιοί μπορούν να διατηρούν και να λειτουργούν φαρμακείο στην Ε.Ε., σύμφωνα με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία αναφέρει πως ‘πρόσωπα τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού δεν επιτρέπεται να διατηρούν και να εκμεταλλεύονται φαρμακείο’.
Με τη συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) ορίζεται σαφώς ότι για λόγους προστασίας της Δημόσιας Υγείας είναι δικαιολογημένες οι ρυθμίσεις των κρατών-μελών που επιφυλάσσουν την ιδιοκτησία και τη διαχείριση φαρμακείων, μόνο σε πρόσωπα που έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού.
Σύμφωνα με εκπροσώπους των φαρμακοποιών, η απόφαση αυτή δικαιώνει τον κλάδο των φαρμακοποιών και την έκφραση αντιρρήσεων εάν πρόκειται για επάγγελμα ‘ανοικτό’ ή ‘κλειστό’, αλλά και τη δυνατότητα δραστηριοποίησης στον τομέα μέσω της δημιουργίας αλυσίδων φαρμακείων.
Στο σκεπτικό της απόφασης αναφέρεται ότι η Αρχή της προστασίας της Δημόσιας Υγείας κατισχύει ως έννοια, έναντι της Αρχής της Ελευθερίας διακίνησης Κεφαλαίων, δηλαδή είναι σύμφωνες προς το Κοινοτικό Δίκαιο οι ρυθμίσεις που προστατεύουν τις υπηρεσίες υγείας από δραστηριότητες που δεν σχετίζονται με την αποστολή τους, όπως είναι η εκμετάλλευση των φαρμακείων, από μη πιστοποιημένους υγειονομικούς επιστήμονες, από δομές περιορισμένης ευθύνης και αποκλειστικού κερδοσκοπικού προσανατολισμού.
Οι ίδιοι παράγοντες των φαρμακοποιών εξήγησαν πως ‘το επάγγελμα του φαρμακοποιού εξαιρείται από τη λίστα των επαγγελμάτων που είναι υποψήφια για απελευθέρωση, κάτι που το Ανώτατο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έρχεται με τη σειρά του να αποφασίσει, συμπληρώνοντας και επικυρώνοντας την ανάλογη διάταξη της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 123/2006 (dir 123/2006, άρθρο 2) που εξαιρούσε τις Υπηρεσίες Υγείας, συμπεριλαμβανομένων των φαρμακείων, από την απελευθέρωση των υπηρεσιών στις χώρες της Ε.Ε.’.
Η υπόθεση αφορούσε τη δυνατότητα δημιουργίας υποκαταστημάτων φαρμακείου στη Γερμανία, κάτι που έχει επιχειρηθεί και στη χώρα μας, δύο φορές ανεπιτυχώς, από μεγάλες εγχώριες φαρμακευτικές εταιρίες.
Στην απόφαση αναφέρεται πως ένα κράτος μέλος μπορεί να εκτιμήσει, αν στην περίπτωση των παρασκευαστών και των χονδρέμπορων φαρμάκων συντρέχει κίνδυνος, ότι η εκμετάλλευση φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, σε αντίθεση προς την εκμετάλλευση φαρμακείων από φαρμακοποιούς, ενδέχεται να αντιπροσωπεύει έναν κίνδυνο για τη δημόσια υγεία και ειδικότερα για την ασφάλεια και την ποιότητα της λιανικής διανομής των φαρμάκων.
Ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από το γεγονός ότι οι μη φαρμακοποιοί (επιχειρηματίες) θα μπορούσαν να πλήξουν την ανεξαρτησία των μισθωτών φαρμακοποιών παρακινώντας τους να διαθέτουν τα φάρμακα τα οποία αυτοί παρασκευάζουν ή εμπορεύονται.
Ομοίως, ένα κράτος μέλος μπορεί να εκτιμήσει αν τα πρόσωπα που εκμεταλλεύονται φαρμακείο και τα οποία δεν έχουν την ιδιότητα του φαρμακοποιού ενδέχεται να πλήξουν την ανεξαρτησία των μισθωτών φαρμακοποιών παρακινώντας τους να διαθέτουν φάρμακα τα οποία δεν τους συμφέρει πλέον να διατηρούν στις αποθήκες τους ή αν τα πρόσωπα αυτά ενδέχεται να προβούν σε μειώσεις των δαπανών λειτουργίας οι οποίες είναι ικανές να επηρεάσουν τον τρόπο λιανικής διανομής των φαρμάκων.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Μελομακάρονα και κουραμπιέδες, θερμίδες και ισορροπία!
Καρδιακή προσβολή στις γιορτές: Γιατί είναι τόσο συχνή;
Συμβουλές για γιορτές με υγεία