Ο πολύς αλλά και ο λίγος ύπνος, σύμφωνα με τους ερευνητές, σχετίζονται με διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.

Ερευνητικές ομάδες του Πανεπιστημίου του Warwick και του University College στο Λονδίνο, εξέτασαν συνήθειες ύπνου και ποσοστά θνησιμότητας, για διάστημα άνω των δυο δεκαετιών, σε 10.308 δημοσίους υπαλλήλους. Όπως αποκαλύφτηκε, όσοι περιορίζουν τον ύπνο τους από τις εφτά στις πέντε ώρες έχουν διπλάσιο κίνδυνο σε σχέση με αυτούς που κοιμούνται εφτά ώρες.

Ωστόσο, ο κίνδυνος φάνηκε αυξημένος και γι αυτούς που κοιμόντουσαν παραπάνω από οκτώ ώρες.

Η έρευνα, που παρουσιάζεται στην Βρετανική Ένωση Ύπνου, βασίστηκε σε στοιχεία που συλλέχτηκαν από το 1985 έως το 1988 και από το 1992 έως το 1993.

Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη άλλους πιθανούς παράγοντες όπως την ηλικία, το φύλο, την οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση, το κάπνισμα και τη σωματική δραστηριότητα.

Έχοντας λάβει υπόψη αυτούς τους παράγοντες, κατάφεραν να απομονώσουν την επίδραση που έχουν οι αλλαγές στις συνήθειες ύπνου για διάστημα πέντε ετών, στα ποσοστά θνησιμότητας, έντεκα έως δεκαεφτά χρόνια αργότερα.

Όσοι μείωσαν τον ύπνο τους από εφτά σε πέντε ώρες τη νύχτα, είχαν διπλάσιο κίνδυνο για μοιραίο πρόβλημα του καρδιαγγειακού σε σχέση με όσους κοιμόντουσαν εφτά ώρες και κατά 1,7 φορές αυξημένο κίνδυνο για θάνατο από όλες τις αιτίες.

Ο ερευνητής Francesco Cappuccio δήλωσε πως λιγότερες ώρες ύπνου και υψηλότερα επίπεδα διαταραχών ύπνου έχουν γίνει πολύ διαδεδομένα στις βιομηχανικές κοινωνίες. Η εργασία με βάρδιες σημαίνει ότι κούραση και υπνηλία την ημέρα είναι πιο συνήθη σε σχέση με μερικές δεκαετίες νωρίτερα.

Ο ύπνος αποτελεί την καθημερινή διαδικασία φυσιολογικής αποκατάστασης και ανάκαμψης και η έλλειψή του έχει αρνητικά αποτελέσματα.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν επίσης ότι οι εθελοντές που αύξαναν τις ώρες ύπνου σε οκτώ ή περισσότερες, είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πεθάνουν κατά το διάστημα που διήρκεσε η έρευνα σε σχέση με αυτούς που δεν άλλαξαν συνήθεια.

Σύμφωνα με τον ερευνητή, η έλλειψη ύπνου έχει σχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο αύξησης βάρους, υπέρτασης και διαβήτη τύπου ΙΙ.

Ωστόσο, δήλωσε πως η σχέση μεταξύ του πολύ ύπνου και της ασθενούς υγείας είναι λιγότερο ξεκάθαρη, αν και θεωρεί πως το να μένει κανείς στο κρεβάτι για μεγάλες περιόδους μπορεί να αποτελεί σημάδι κατάθλιψης, ή σε ορισμένες περιπτώσεις, να οφείλεται σε κούραση σχετιζόμενη με τον καρκίνο.

Καταλήγοντας, ο ερευνητής σημειώνει ότι το να κοιμάται κάποιος σταθερά περίπου εφτά ώρες κάθε νύχτα είναι κατάλληλο για την υγεία, ενώ η μείωση των ωρών ενδεχομένως προδιαθέτει σε προβλήματα υγείας.

Ο ειδικός σε θέματα ύπνου Dr.Neil Stanley, από το πανεπιστημιακό νοσοκομείο Νorfolk και Norwich, δήλωσε ότι αν και οι συμβουλές για τη δημόσια υγεία εστιάζουν στη διατροφή και την άσκηση, οι άνθρωποι έχουν λίγη πληροφόρηση για την ανάγκη να κοιμούνται αρκετά.

Η έρευνα αυτή αποτελεί περαιτέρω απόδειξη της σημασίας του ύπνου και της σωστής ποσότητας για τον καθένα, δήλωσε ο επιστήμονας, ο οποίος καταλήγει πως η ανάγκη για ύπνο είναι όπως το ύψος ή το μέγεθος του παπουτσιού. Όλοι έχουμε το δικό μας ξεχωριστό νούμερο και αν κοιμόμαστε λιγότερο ή περισσότερο από αυτό τότε υπάρχουν συνέπειες.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Συνήθη λάθη που αποτελούν κοινή πηγή ιατρικών προβλημάτων κατά το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς
Γιατί τον χειμώνα βαριόμαστε να ασκηθούμε;
ΕΟΠΑΕ στη Στερεά Ελλάδα: Δύο νέες δομές για την αντιμετώπιση των εξαρτήσεων στην Εύβοια