Η Celgene Corporation (NASDAQ: CELG) ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή  ενέκρινε δύο νέα τριπλά θεραπευτικά σχήματα με βάση τις ανοσοτροποποιητικές θεραπείες IMiD (Immunomodulatory Drug) της εταιρείας, τη λεναλιδομίδη και την πομαλιδομίδη.

Η λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) ενδείκνυται πλέον για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση. Επιπροσθέτως, η πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (PVd) ενδείκνυται πλέον για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν λάβει τουλάχιστον ένα προηγούμενο θεραπευτικό σχήμα, συμπεριλαμβανομένης της λεναλιδομίδης.

«Η έγκριση αυτών των συνδυαστικών θεραπειών σηματοδοτεί ένα σημαντικό ορόσημο για τους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα στην Ευρώπη», δήλωσε ο Nadim Ahmed, Πρόεδρος Αιματολογίας/Ογκολογίας της Celgene. «Με αυτά τα νέα τριπλά θεραπευτικά σχήματα ελπίζουμε ότι θα βελτιώσουμε τις εκβάσεις τόσο για τους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς, όσο και για εκείνους που έχουν παρουσιάσει υποτροπή ή έχουν καταστεί ανθεκτικοί στη θεραπεία πρώτης γραμμής. Οι παράγοντες IMiD έχουν προσφέρει σημαντικά οφέλη στους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα και δεσμευόμαστε ότι θα εξελίσσουμε συνεχώς το χαρτοφυλάκιο νέων υπό-ανάπτυξη θεραπειών που διαθέτουμε για το μυέλωμα, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι οι γιατροί και οι ασθενείς θα συνεχίσουν να έχουν διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές για την καταπολέμηση αυτής της νόσου».

Η θεραπευτική επιλογή στην πρώτη γραμμή είναι σημαντική, καθώς οι ασθενείς παρουσιάζουν σταδιακά μειωμένη ανταπόκριση στη θεραπεία και μικρότερα χρονικά διαστήματα ύφεσης σε μεταγενέστερες γραμμές θεραπείας. Μελέτες έχουν δείξει ότι το σχήμα λεναλιδομίδης σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) μπορεί να αποτελέσει μια θεραπευτική επιλογή που παρατείνει σημαντικά την πρώτη ύφεση στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς που δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση.

«Ο προσδιορισμός της θεραπείας πρώτης γραμμής είναι ένα σημαντικό ζήτημα στο πλαίσιο του συνολικού θεραπευτικού πλάνου για τους ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα», δήλωσε ο Καθηγητής Αιματολογίας Thierry Facon, Τμήμα Αιματολογίας, Lille University Hospital, Γαλλία. «Καθώς η λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη είναι ήδη μία θεραπεία εκλογής στο πολλαπλούν μυέλωμα, είμαστε ενθουσιασμένοι με την προοπτική ενός νέου τριπλού σχήματος θεραπείας που βασίζεται στη λεναλιδομίδη για ασθενείς στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση».

Η έγκριση του τριπλού θεραπευτικού σχήματος λεναλιδομίδης (RVd) υποστηρίχτηκε από δεδομένα της μελέτης SWOG S0777, η οποία είναι μία κλινική δοκιμή φάσης 3 για την αξιολόγηση του τριπλού συνδυαστικού σχήματος (RVd) σε ενήλικες ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν είχε χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία.

«Η έγκριση της χρήσης του τριπλού θεραπευτικού σχήματος που περιλαμβάνει την πομαλιδομίδη (PVd) ήδη από την πρώτη υποτροπή, υπογραμμίζει το πιθανό κλινικό όφελος που μπορεί να προσφέρει αυτό το σχήμα στους ασθενείς που έχουν λάβει μία προηγούμενη θεραπεία που περιλάμβανε λεναλιδομίδη», δήλωσε ο Καθηγητής Μελέτιος Δημόπουλος, Διευθυντής Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. «Τα σχήματα με βάση τη λεναλιδομίδη χρησιμοποιούνται συχνά ως θεραπείες εκλογής στους νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με πολλαπλούν μυέλωμα, όπου υπάρχει ένας αυξανόμενος πληθυσμός ασθενών που καθίστανται ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη και έχουν ανάγκη από αποδεδειγμένα αποτελεσματικές θεραπευτικές επιλογές».

Η έγκριση του τριπλού σχήματος θεραπείας με πομαλιδομίδη (PVd) υποστηρίχθηκε από δεδομένα της μελέτης OPTIMISMM, η οποία είναι η πρώτη προοπτική μελέτη φάσης 3 για την αξιολόγηση ενός τριπλού σχήματος με βάση την πομαλιδομίδη σε ασθενείς που είχαν λάβει στο σύνολό τους προηγούμενη θεραπεία με λεναλιδομίδη και οι περισσότεροι από αυτούς (70%)  ήταν ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη. Τα αποτελέσματα από τη μελέτη OPTIMISMM δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet Oncology.

Πολλαπλούν Μυέλωμα

Το πολλαπλούν μυέλωμα είναι μια απειλητική για τη ζωή αιματολογική κακοήθεια, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων και καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος. Είναι μία σπάνια αλλά θανατηφόρα νόσος: περίπου 42.000 άνθρωποι διαγιγνώσκονται με πολλαπλούν μυέλωμα στην Ευρώπη, ενώ περίπου 26.000 ασθενείς καταλήγουν από τη νόσο ετησίως. Η τυπική πορεία της νόσου του πολλαπλούν μυελώματος περιλαμβάνει περιόδους συμπτωματικού μυελώματος που ακολουθούνται από περιόδους ύφεσης, έως ότου η νόσος καταστεί τελικά ανθεκτική (μη ανταποκρινόμενη στη θεραπεία).

Μελέτη SWOG S0777

Η μελέτη SWOG S0777 είναι μία τυχαιοποιημένη, ανοιχτής επισήμανσης, πολυκεντρική μελέτη φάσης 3 που αποσκοπεί στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας του σχήματος λεναλιδομίδης σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (RVd) σε σύγκριση με το σχήμα λεναλιδομίδης και δεξαμεθαζόνης (Rd) ως θεραπεία σε ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι δεν πρόκειται να υποβληθούν άμεσα σε αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων.

Στην μελέτη SWOG S0777 στρατολογήθηκαν 525 ασθενείς με συμπτωματικό και μετρήσιμο νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, ηλικίας 18 ετών και άνω. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν (σε αναλογία 1:1) για τη λήψη μίας αρχικής θεραπείας είτε με λεναλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (ομάδα RVd), είτε με μόνο λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη (ομάδα Rd), και στις δύο περιπτώσεις ακολουθούμενες από το καθιερωμένο θεραπευτικό σχήμα Rd έως εξέλιξης της νόσου. Στην τυχαιοποίηση έγινε διαστρωμάτωση των ασθενών με βάση το Διεθνές Συστήμα Σταδιοποίησης (Στάδιο I, II ή III) και την πρόθεση για μεταμόσχευση (ναι έναντι όχι). Η χορήγηση του σχήματος RVd πραγματοποιήθηκε για οκτώ κύκλους των 21 ημερών. Η βορτεζομίμπη χορηγήθηκε ενδοφλεβίως σε δόση 1,3 mg/m2 τις ημέρες 1, 4, 8 και 11, σε συνδυασμό με τη χορηγούμενη από του στόματος λεναλιδομίδη στη δόση των 25 mg ημερησίως για τις ημέρες 1-14, και την χορηγούμενη από του στόματος δεξαμεθαζόνη σε δόση 20 mg ημερησίως τις ημέρες 1, 2, 4, 5, 8, 9, 11 και 12. Το σχήμα Rd χορηγήθηκε σε έξι κύκλους των 28 ημερών. Το καθιερωμένο ακολοθούμενο σχήμα Rd περιλάμβανε 25 mg λεναλιδομίδης χορηγούμενης από του στόματος μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1-21 και 40 mg δεξαμεθαζόνης χορηγούμενης από του στόματος μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1, 8, 15 και 22.

Τα αποτελέσματα της μελέτης SWOG S0777 έδειξαν ότι η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) ήταν σημαντικά βελτιωμένη στους ασθενείς που έλαβαν RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν μόνο λεναλιδομίδη και δεξαμεθαζόνη (Rd) (42 μήνες έναντι 30 μηνών, HR: 0,76, 95% CI: 0,62-0,94, P=0,01). Η διάμεση συνολική επιβίωση βελτιώθηκε επίσης σημαντικά στους ασθενείς που έλαβαν το σχήμα RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (89 μήνες έναντι 67 μηνών, HR: 0,72, 95% CI: 0,56–0,94, P=0,013). Τα ποσοστά συνολικής και πλήρους ανταπόκρισης ήταν υψηλότερα για τους ασθενείς που έλαβαν το σχήμα RVd, σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (συνολική ανταπόκριση: 82% με RVd έναντι 72% με Rd; πλήρης ανταπόκριση: 16% με RVd έναντι 8% με Rd), η διάρκεια της ανταπόκρισης ήταν επίσης σημαντικά μεγαλύτερη στους ασθενείς που έλαβαν RVd σε σύγκριση με εκείνους που έλαβαν Rd (52 μήνες έναντι 38 μηνών, αντίστοιχα). Η ασφάλεια του σχήματος RVd συνάδει επίσης με το καλά εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας του κάθε φαρμάκου στο τριπλό σχήμα θεραπείας.

Μετά την ολοκλήρωση της φάσης με θεραπεία εφόδου, όλοι οι ασθενείς έλαβαν συνεχιζόμενη θεραπεία συντήρησης με 25 mg χορηγούμενης από του στόματος λεναλιδομίδης μία φορά την ημέρα για 21 ημέρες και 40 mg χορηγούμενης από του στόματος δεξαμεθαζόνης μία φορά την ημέρα για τις ημέρες 1, 8, 15 και 22 για κάθε κύκλο των 28 ημερών.

Μελέτη OPTIMISMM

Η μελέτη OPTIMISMM είναι η πρώτη κλινική δοκιμή φάσης 3 που έχει σχεδιαστεί για να συγκρίνει την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με πομαλιδομίδη σε συνδυασμό με βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη (PVd), έναντι μόνο της βορτεζομίμπης και της δεξαμεθαζόνης (Vd), ως πρώιμης γραμμής θεραπεία σε ασθενείς με υποτροπιάζον και ανθεκτικό πολλαπλούν μυέλωμα (με 1-3 προηγούμενα θεραπευτικά σχήματα) και προηγούμενη έκθεση στη λεναλιδομίδη, συμπεριλαμβανομένων των ανθεκτικών στη λεναλιδομίδη ασθενών.

Σε αυτήν την πολυκεντρική, διεθνή, ανοιχτής επισήμανσης, τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή φάσης 3 εντάχθηκαν 559 ασθενείς (281 στο σκέλος PVd και 278 στο σκέλος Vd). Τα δημογραφικά δεδομένα των ασθενών καθώς και τα κατά την έναρξη και προηγούμενα χαρακτηριστικά της νόσου των ασθενών ήταν εν γένει καλά ισορροπημένα μεταξύ των δύο σκελών θεραπείας. Ο διάμεσος αριθμός προηγούμενων γραμμών θεραπείας ήταν δύο, ενώ περισσότερο από το ένα τρίτο των ασθενών είχαν λάβει μία προηγούμενη γραμμή θεραπείας (40% και στα δύο σκέλη). Όλοι οι ασθενείς είχαν προηγουμένως εκτεθεί σε θεραπεία με λεναλιδομίδη, με την πλειονότητά τους να είναι ανθεκτικοί στη λεναλιδομίδη (71% στο σκέλος PVd έναντι 69% στο σκέλος Vd) και το 70% έναντι 66%, αντίστοιχα, ήταν ανθεκτικοί στην τελευταία τους θεραπεία. Ο διάμεσος χρόνος παρακολούθησης ήταν 16 μήνες.

Έγινε διαστρωμάτωση των ασθενών με βάση την ηλικία, τον αριθμό των προηγούμενων θεραπευτικών σχημάτων για το μυελώμα και τα επίπεδα β2-μικροσφαιρίνης. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε αναλογία 1:1 για να λάβουν PVd ή Vd έως την εξέλιξη της νόσου. Σε κύκλους 21 ημερών, οι ασθενείς λάμβαναν πομαλιδομίδη 4 mg/ημέρα τις ημέρες 1-14 (σκέλος PVd μόνο); βορτεζομίμπη 1,3 mg/m2 τις ημέρες 1, 4, 8 και 11 στους κύκλους 1-8 και τις ημέρες 1 και 8 στον κύκλο 9; και δεξαμεθαζόνη 20 mg/ημέρα (10 mg εάν ήταν ηλικίας > 75 ετών) τις ημέρες της λήψης θεραπείας με βορτεζομίμπη και τις ημέρες μετά τη θεραπεία με βορτεζομίμπη.

Τα αποτελέσματα της μελέτης OPTIMISMM έδειξαν ότι οι ασθενείς που λάμβαναν το τριπλό θεραπευτικό σχήμα PVd πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερη διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου (PFS) συγκριτικά με τους ασθενείς στο σκέλος Vd (διάμεση PFS 11,2 μηνών έναντι 7,1 μηνών, αντίστοιχα [P =< 0,0001, HR: 0,61, 95% CI: (0,49-0,77)]), μειώνοντας τον κίνδυνο εξέλιξης της νόσου ή θανάτου κατά 39% στο σκέλος PVd. Σε υπο-ανάλυση ομάδας ασθενών που είχαν λάβει μία προηγούμενη γραμμή θεραπείας, η διάμεση επιβίωση χωρίς εξέλιξη της νόσου με το τριπλό θεραπευτικό σχήμα PVd ήταν 20,7 μήνες έναντι 11,6 μηνών με Vd (95% CI: 7,52, 15,74). Σε αυτούς τους ασθενείς, παρατηρήθηκε όφελος από το θεραπευτικό σχήμα με πομαλιδομίδη, βορτεζομίμπη και δεξαμεθαζόνη, PVd, ανεξαρτήτως από το εάν ήταν ανθεκτικοί ή όχι σε προηγούμενη θεραπεία με λεναλιδομίδη.

Η ουδετεροπενία (PVd: 42% έναντι Vd: 9%), οι λοιμώξεις (PVd: 31% έναντι Vd: 18%) και η θρομβοκυτταροπενία (PVd: 27% έναντι Vd: 29%) ήταν μεταξύ των πιο συχνά εμφανιζόμενων κατά τη διάρκεια της θεραπείας ανεπιθύμητων συμβάντων βαθμού 3/4. Τα ποσοστά της εν τω βάθει φλεβικής θρόμβωσης βαθμού 3/4 (PVd: 0,7% έναντι Vd: 0,4%) και πνευμονικής εμβολής (PVd: 4,0% έναντι Vd: 0,4%) ήταν χαμηλά, ενώ δεν υπήρξαν θανατηφόρα συμβάντα. Δεύτερες πρωτοπαθείς κακοήθειες προέκυψαν στο 3,2% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με το σχήμα PVd και στο 1,5% των ασθενών που λάμβαναν θεραπεία με Vd. Ο πλέον συχνός λόγος για τη διακοπή της θεραπείας ήταν η εξέλιξη της νόσου. Οι ασθενείς που διέκοψαν τη θεραπεία λόγω ανεπιθύμητων συμβάντων ήταν 10,7% για τη θεραπεία με το σχήμα PVd, έναντι 17,6% για τη θεραπεία με Vd. Η ασφάλεια του σχήματος πομαλιδομίδης, βορτεζομίμπης και δεξαμεθαζόνης, PVd, συνάδει με το καλά εδραιωμένο προφίλ ασφαλείας του κάθε φαρμάκου στο τριπλό σχήμα θεραπείας.

Ανοσοτροποποιητικές Θεραπείες της Celgene (IMiD®)

Οι ανοσοτροποποιητικές θεραπείες (IMiDs®) είναι μικρά μόρια που έχει αναπτύξει η Celgene, τα οποία χορηγούνται από του στόματος, για την αντιμετώπιση ορισμένων κακοηθειών του αίματος. Οι παράγοντες IMiD® εκτιμάται πως παρουσιάζουν πολλαπλούς μηχανισμούς δράσης. Έχει βρεθεί ότι αυξάνουν την ενεργοποίηση και τον πολλαπλασιασμό των Τ-κυττάρων, τον πολλαπλασιασμό της πρωτεΐνης IL-2, καθώς και τη λειτουργία των CD8+ δραστικών Τ-κυττάρων. Οι παράγοντες IMiD έχει επίσης βρεθεί ότι επηρεάζουν τη διέγερση και την έκφραση των φυσικών κυττάρων φονέων (NK), δρώντας εντός του περιβάλλοντος του κυττάρου για τη διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε αυτό να καταπολεμήσει τα καρκινικά κύτταρα, ενώ επιτίθενται και απευθείας στα καρκινικά κύτταρα. Πέραν από τις ανοσοτροποποιητικές τους ιδιοτήτες, οι παράγοντες IMiD, σύμφωνα με την υφιστάμενη παραδοχή, έχουν αντινεοπλασματική και αντιαγγειογενετική δράση. Το χαρτοφυλάκιο των παραγόντων IMiD της Celgene έχει αποτελέσει θεμέλιο στην έρευνα του πολλαπλούν μυελώματος, με αυξανόμενο αριθμό μελετών που διερευνούν αυτούς τους παράγοντες ως συνδυαστικούς εταίρους κατά τη διάρκεια της νόσου.

Λεναλιδομίδη

Η λεναλιδομίδη είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη ως μονοθεραπεία για τη θεραπεία συντήρησης σε ενήλικες ασθενείς με νεοδιαγνωσθέν πολλαπλούν μυέλωμα, οι οποίοι έχουν υποβληθεί σε αυτόλογη μεταμόσχευση αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων. Η λεναλιδομίδη ως θεραπεία συνδυασμού είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ιαπωνία, καθώς και σε περίπου 25 άλλες χώρες για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα, στους οποίους δεν έχει χορηγηθεί προηγούμενη θεραπεία και οι οποίοι δεν είναι κατάλληλοι για μεταμόσχευση. Η λεναλιδομίδη είναι επίσης εγκεκριμένη σε συνδυασμό με τη δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα στους οποίους έχει χορηγηθεί τουλάχιστον μία προηγούμενη θεραπεία σε σχεδόν 70 χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής, της Μέσης Ανατολής και της Ασίας, καθώς και σε συνδυασμό με δεξαμεθαζόνη για τη θεραπεία ασθενών των οποίων η νόσος έχει παρουσιάσει εξέλιξη μετά από μία θεραπεία στην Αυστραλία και στη Νέα Ζηλανδία.

Η λεναλιδομίδη είναι επίσης εγκεκριμένη στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, την Ελβετία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής, καθώς και στη Μαλαισία και το Ισραήλ, για τη θεραπεία ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία που οφείλεται σε μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα (ΜΔΣ) χαμηλού ή μεσαίου-1 κινδύνου, τα οποία σχετίζονται με την κυτταρογενετική ανωμαλία της απώλειας του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος 5q, με ή χωρίς επιπρόσθετες κυτταρογενετικές ανωμαλίες, όπως επίσης και στην Ευρώπη για τη θεραπεία ασθενών με εξαρτώμενη από μεταγγίσεις αναιμία που οφείλεται σε ΜΔΣ χαμηλού ή μεσαίου-1 κινδύνου, τα οποία σχετίζονται με τη μεμονωμένη κυτταρογενετική ανωμαλία της απώλειας του μακρού σκέλους του χρωμοσώματος 5q, όταν άλλες θεραπευτικές επιλογές είναι ανεπαρκείς ή ακατάλληλες.

Επίσης, η λεναλιδομίδη είναι εγκεκριμένη στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη θεραπεία ασθενών με λέμφωμα από κύτταρα του μανδύα (ΛΚΜ), των οποίων η νόσος έχει παρουσιάσει υποτροπή ή εξέλιξη μετά από δύο προηγούμενες θεραπείες, η μία εκ των οποίων περιλάμβανε βορτεζομίμπη. Στην Ελβετία, η λεναλιδομίδη ενδείκνυται για τη θεραπεία ασθενών με υποτροπιάζον ή ανθεκτικό ΛΚΜ μετά από προηγούμενη θεραπεία που περιλάμβανε βορτεζομίμπη και χημειοθεραπεία/ριτουξιμάμπη.

Η λεναλιδομίδη δεν ενδείκνυται και δεν συνιστάται για τη θεραπεία ασθενών με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ΧΛΛ) εκτός του πλαισίου των ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΠΟΥ: Εντοπίστηκε ιός γρίπης των πτηνών σε αγελαδινό γάλα
Δεκάδες μεταλλάξεις του ιού της Covid σε άντρα που νοσούσε από κορωνοϊό για 1,5 χρόνο
Επίσκεψη Γεωργιάδη σε υγειονομικές μονάδες σε Κοζάνη και Φλώρινα