Ιδιαίτερα ενθαρρυντικές είναι οι θεραπευτικές εξελίξεις στον καρκίνο του μαστού κατά την τελευταία δεκαετία και οι δυνατότητες θεραπείας με νεώτερα φάρμακα έχουν ξεπεράσει τις προσδοκίες των ογκολόγων. Η μείωση της θνησιμότητας από καρκίνο του μαστού είναι εντυπωσιακή και ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας αυτής αποδίδεται στη βελτίωση της ορμονικής θεραπείας και συγκεκριμένα στους αναστολείς της αρωματάσης, η αποτελεσματικότητα των οποίων κυριαρχεί έναντι της ταμοξιφαίνης, η οποία για χρόνια ήταν η βάση της ορμονικής θεραπείας.
Μία μεγάλη μελέτη αποδεικνύει ότι οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με καρκίνο του μαστού που λαμβάνουν επικουρική ενδοκρινική θεραπεία με ταμοξιφαίνη, μπορούν να μειώσουν σημαντικά τις πιθανότητες επανεμφάνισης του καρκίνου του μαστού αλλάζοντας θεραπεία σε αναστροζόλη.
Τα δεδομένα αυτά προέκυψαν από την ανάλυση της μελέτης ARNO 95, τα οποία δημοσιεύθηκαν online στο ‘The Journal of Clinical Oncology’ και αποτελούν εξαιρετικά νέα για χιλιάδες γυναίκες που λαμβάνουν σήμερα επικουρική ορμονοθεραπεία με ταμοξιφαίνη για θετικό στους ορμονικούς υποδοχείς πρώιμο καρκίνο του μαστού.
Η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ανοχή της αναστροζόλης στην πενταετία διαπιστώθηκε από τα αποτελέσματα της μελέτης ATAC και οδήγησε στο να υπερισχύσει έναντι της ταμοξιφαίνης ως η ευρύτερα συνταγογραφούμενη θεραπεία σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με νεοδιαγνωσθέντα καρκίνο του μαστού.
Πολλά ερωτήματα έχουν τεθεί έκτοτε σχετικά με το ρόλο της ταμοξιφαίνης στον πρώιμο καρκίνο του μαστού – ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ετών που ο κίνδυνος υποτροπής είναι υψηλός – και σχετικά με το ποιος είναι ο βέλτιστος τρόπος αντιμετώπισης των ασθενών που λαμβάνουν ήδη ταμοξιφαίνη ως επικουρική θεραπεία.
Η μελέτη ARNO 95, στην οποία συμμετείχαν 979 ασθενείς, σχεδιάστηκε προκειμένου να αξιολογήσει το κατά πόσο μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με θετικό στους ορμονικούς υποδοχείς πρώιμο καρκίνο του μαστού που λάμβαναν επικουρική θεραπεία με ταμοξιφαίνη για δύο έτη θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την αλλαγή θεραπείας σε έναν αναστολέα αρωματάσης, την αναστροζόλη.
Η μελέτη έδειξε ότι οι γυναίκες που άλλαξαν σε αναστροζόλη, σε σύγκριση με αυτές που συνέχισαν τη θεραπεία με ταμοξιφαίνη, παρουσίασαν:
- 47% βελτίωση στη συνολική επιβίωση
- 34% μείωση στον κίνδυνο υποτροπής της νόσου
- Λιγότερες σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες (22,7% έναντι 30,8%)
Βάσει αυτών των δεδομένων, οι συγγραφείς συμπεραίνουν ότι η ταμοξιφαίνη χορηγούμενη για 5 έτη δεν είναι πλέον η βέλτιστη επικουρική θεραπεία για μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με θετικό στους ορμονικούς υποδοχείς πρώιμο καρκίνο του μαστού’.
‘Οι μεγαλύτερες δυνατότητες για θεραπευτικό όφελος προσφέρονται όταν τα καλύτερα φάρμακα εφαρμόζονται νωρίς, αμέσως μετά τη διάγνωση και τη χειρουργική θεραπεία’, δήλωσε ο Ογκολόγος Παθολόγος, Ηλίας Αθανασιάδης, Διευθυντής Ογκολογικής Κλινικής και Visiting Professor of Oncology North Western University of Chicago, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης ARNO.
Η αλλαγή της θεραπείας – προσθέτει - για τις γυναίκες που μετεγχειρητικά ξεκίνησαν θεραπευτική αγωγή με ταμοξιφαίνη και συνέχισαν με αναστολέα αρωματάσης, ενώ ταυτόχρονα βρίσκονται στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, αποτελεί δόκιμο θεραπευτικό χειρισμό.
Είναι απολύτως αντιληπτό ότι με τις μεγαλύτερες θεραπευτικές δυνατότητες είναι σημαντικό όλες οι γυναίκες με καρκίνο του μαστού να απολαμβάνουν τα οφέλη της αποτελεσματικότερης για κάθε περίπτωση θεραπείας.
Τα δεδομένα της μελέτης ARNO ενισχύουν τα οφέλη αποτελεσματικότητας και ανοχής της αναστροζόλης έναντι της ταμοξιφαίνης που διαπιστώθηκαν στη μελέτη ATAC, η οποία συνέκρινε πέντε έτη αρχικής επικουρικής θεραπείας με αναστροζόλη έναντι πέντε ετών θεραπείας με ταμοξιφαίνη και έδειξε ότι η χορήγηση αναστροζόλης από την αρχή μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο επανεμφάνισης της νόσου.
Διαπιστώθηκε 26% μείωση στον κίνδυνο επανεμφάνισης, εύρημα που σημαίνει ότι 1 στις 4 υποτροπές προλαμβάνεται με τη χορήγηση αναστροζόλης αντί ταμοξιφαίνης κατά την έναρξη θεραπείας, όταν ο κίνδυνος υποτροπής είναι υψηλότερος.
Επιπλέον, τα δεδομένα από τη μελέτη ATAC δείχνουν ότι η πλειονότητα των υποτροπών και σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών που συνδέονται με την ταμοξιφαίνη εμφανίζονται εντός των πρώτων 2,5 ετών θεραπείας, υπογραμμίζοντας τη σημασία της χορήγησης εξαρχής της πιο αποτελεσματικής και καλύτερα ανεκτής θεραπείας.
Η αναστροζόλη παραμένει ο μόνος αναστολέας αρωματάσης που έχει δείξει ανώτερο προφίλ κινδύνου/οφέλους, σε σύγκριση με την ταμοξιφαίνη, καθ’ όλη την καθιερωμένη πενταετή περίοδο επικουρικής θεραπείας. Έτσι, η αναστροζόλη τεκμηριώνεται ως το νέο πρότυπο θεραπείας για μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με πρώιμο καρκίνο του μαστού.
Η χορήγηση της αναστροζόλης μετά από 2 έως 3 έτη θεραπείας με ταμοξιφαίνη για την Ελλάδα εγκρίθηκε στις αρχές του περασμένου Απριλίου.
Ειδήσεις υγείας σήμερα
Διαταραχές πυελικού εδάφους
Γεωργιάδης: Μείωση έως 60% στον χρόνο αναμονής στα ΤΕΠ του ΕΣΥ
Όταν η μαστογραφία γίνεται δύσκολη