Ορισμός

Ο υποθυρεοειδισμός είναι μια πάθηση κατά την οποία ο θυρεοειδής αδένας δεν παράγει επαρκή ποσότητα θυρεοειδικής ορμόνης.

Βλ. επίσης:

  • Χρόνια θυρεοειδίτιδα (νόσος του Χασιμότο)
  • Υποξεία θυρεοειδίτιδα
  • Σιωπηλή θυρεοειδίτιδα
  • Νεογνικός υποθυρεοειδισμός

Εναλλακτικές ονομασίες

Μυξοίδημα, Υποθυρεοειδισμός των ενηλίκων

Αίτια

Ο θυρεοειδής αδένας εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του λαιμού ακριβώς κάτω από το λάρυγγα. Εκκρίνει ορμόνες, οι οποίες ελέγχουν τον μεταβολισμό.

Η συνηθέστερη αιτία του υποθυρεοειδισμού είναι η φλεγμονή του θυρεοειδούς αδένα, η οποία βλάπτει τα κύτταρα του αδένα. Το γνωστότερο παράδειγμα αυτής της πάθησης είναι η αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα ή αλλιώς Χασιμότο, όπου το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στον θυρεοειδή αδένα. Ορισμένες γυναίκες εμφανίζουν υποθυρεοειδισμό μετά την εγκυμοσύνη (συχνά ονομάζεται και «θυρεοειδίτιδα μετά τον τοκετό»).

Άλλες συνηθισμένες αιτίες του υποθυρεοειδισμού:

  • Συγγενής (εκ γενετής) διαμαρτία (ελάττωμα)
  • Θεραπείες ακτινοβολίας στο λαιμό για αντιμετώπιση διαφόρων καρκίνων, οι οποίες ενδέχεται να βλάψουν και τον θυρεοειδή αδένα
  • Ραδιενεργό ιώδιο για τη θεραπεία υπερδραστήριου θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός)
  • Χειρουργική αφαίρεση μέρους ή όλου του θυρεοειδούς αδένα, η οποία γίνεται για να θεραπεύσει άλλα προβλήματα στον θυρεοειδή
  • Ιογενής θυρεοειδίτιδα, που μπορεί να προκαλέσει υπερθυρεοειδισμό και συχνά ακολουθείται από προσωρινό ή μόνιμο υποθυρεοειδισμό

Ορισμένα φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν υποθυρεοειδισμό επίσης:

  • Αμιοδαρώνη
  • Σκευάσματα για τον υπερθυρεοειδισμό (δηλαδή τον υπερδραστήριο θυρεοειδή), όπως είναι η προπυλοθειοουρακίλη και η μεθιμαζόλη (ή θειαμαζόλη)
  • Λίθιο
  • Ακτινοβολία στον εγκέφαλο
  • Σύνδρομο Sheehan, μια πάθηση που μπορεί να προσβάλει μια γυναίκα η οποία αιμορραγεί στη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή του τοκετού και προκαλεί καταστροφές στην υπόφυση.

Παράγοντες επικινδυνότητας:

  • Ηλικία άνω των 50 ετών
  • Γυναικείο φύλο

Συμπτώματα

Πρώιμα συμπτώματα:

  • Μεγαλύτερη ευαισθησία στο κρύο
  • Δυσκοιλιότητα
  • Κατάθλιψη
  • Κόπωση και αίσθημα επιβραδυμένων αντιδράσεων
  • Πιο βαριά εμμηνόρροια
  • Αρθραλγία ή μυϊκός πόνος
  • Ωχρότητα ή ξηροδερμία
  • Λεπτά, εύθραυστα μαλλιά ή νύχια
  • Αδυναμία
  • Ακούσια αύξηση βάρους

Μεταγενέστερα συμπτώματα, αν η πάθηση δεν αντιμετωπιστεί:

  • Μειωμένη γεύση και όσφρηση
  • Βραχνάδα
  • Πρησμένα χέρια, πόδια και πρόσωπο
  • Αργή ομιλία
  • Πάχυνση δέρματος
  • Λέπτυνση φρυδιών

Εξετάσεις

Η σωματική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει ένα μικρότερο αλλά φυσιολογικό θυρεοειδή αδένα, αν και ορισμένες φορές ο αδένας έχει μέγεθος κανονικό ή ακόμα και μεγαλύτερο (βρογχοκήλη). Η εξέταση μπορεί επίσης να φέρει στην επιφάνεια:

  • Εύθρυπτα νύχια
  • Τραχύτητα στο πρόσωπο
  • Ωχρό ή ξηρό δέρμα που μπορεί να είναι κρύο στην αφή
  • Οίδημα σε πόδια και χέρια
  • Λεπτό και εύθραυστο τριχωτό κεφαλής

Μια ακτινογραφία θώρακος μπορεί να δείξει καρδιομεγαλία.

Οι εργαστηριακές εξετάσεις που κρίνουν σε τι κατάσταση βρίσκεται η λειτουργία του θυρεοειδούς:

  • Εξέταση  θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (θυρεοτροπίνης ή THS)
  • Εξέταση θυροξίνης (T4)

Οι εργαστηριακές εξετάσεις μπορούν επίσης να αποκαλύψουν:

  • Αναιμία σε γενική αίματος
  • Αυξημένα επίπεδα χοληστερίνης
  • Αυξημένα ηπατικά ένζυμα
  • Αυξημένη προλακτίνη
  • Χαμηλό νάτριο

Αντιμετώπιση

Στόχος της θεραπείας είναι να υποκατασταθεί η έλλειψη της θυρεοειδικής ορμόνης. H λεβοθυροξίνη είναι η πιο συνήθης φαρμακευτική αγωγή που χορηγείται. Οι γιατροί θα συνταγογραφήσουν τη χαμηλότερη δυνατή δόση που ανακουφίζει αποτελεσματικά τα συμπτώματα και φέρνει το επίπεδο της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης σας σε φυσιολογικές τιμές. Αν υποφέρετε από καρδιακή πάθηση ή είστε προχωρημένης ηλικίας, ο γιατρός σας μπορεί να σας ξεκινήσει από πολύ μικρή δόση.

Απαιτείται θεραπεία εφ’ όρου ζωής εκτός αν η πάθησή σας ονομάζεται παροδική ιογενής θυρεοειδίτιδα.

Πρέπει να λαμβάνετε συνεχώς τα φάρμακά σας ακόμα κι όταν τα συμπτώματα υποχωρήσουν. Με την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής σας ο γιατρός σας ενδέχεται να ελέγχει τα ορμονικά επίπεδά σας κάθε 2-3 μήνες. Από ένα διάστημα και μετά ωστόσο τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών σας θα πρέπει να παρακολουθούνται τουλάχιστον κάθε χρόνο.

Ακολουθούν μερικά σημαντικά πράγματα που οφείλετε να θυμάστε όταν λαμβάνετε ορμόνες θυρεοειδούς:

  • ΜΗ διακόψετε τη φαρμακευτική αγωγή σας όταν νιώσετε καλύτερα. Συνεχίστε να λαμβάνετε τα φάρμακά σας ακριβώς όπως σας υπέδειξε ο γιατρός σας
  • Αν αλλάξετε μάρκα σκευάσματος για το θυρεοειδή σας, ενημερώστε το γιατρό σας. Ενδέχεται να πρέπει να ελεγχθούν τα επίπεδά σας.
  • Ορισμένες αλλαγές στο διαιτολόγιό σας μπορεί να αλλάξουν και τον τρόπο με τον οποίο ο οργανισμός σας απορροφά το φάρμακο της θυρεοειδικής ορμόνης. Ενημερώστε τον γιατρό σας αν καταναλώνετε πολλά προϊόντα σόγιας ή αν κάνετε δίαιτα ιδιαίτερα πλούσια σε φυτικές/εδώδιμες ίνες.
  • Το σκεύασμα της θυρεοειδικής ορμόνης λειτουργεί καλύτερα με άδειο στομάχι και όταν έχει ληφθεί 1 ώρα πριν από οποιαδήποτε άλλη φαρμακευτική αγωγή.
  • ΜΗ λαμβάνετε θυρεοειδική ορμόνη μαζί με συμπληρώματα φυτικών ινών, ασβεστίου, σιδήρου, πολυβιταμίνες, αντιόξινα υδροξειδίου αργιλίου, χολεστιπόλη ή σκευάσματα που δεσμεύουν χολικά οξέα.

Αφότου ξεκινήσετε τη θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, ενημερώστε το γιατρό σας αμέσως μόλις διαπιστώσετε συμπτώματα αυξημένης θυρεοειδικής δραστηριότητας (υπερθυρεοειδισμός), όπως τα παρακάτω:

  • Αίσθημα παλμών
  • Ραγδαία απώλεια βάρους
  • Ανησυχία, νευρικότητα ή τρόμος
  • Εφίδρωση

Το μυξοιδηματικό κώμα είναι μια ιατρικά επείγουσα κατάσταση που συμβαίνει όταν το επίπεδο των ορμονών του θυρεοειδούς πέσει υπερβολικά χαμηλά. Η θεραπεία του περιλαμβάνει ενδοφλέβια υποκατάσταση ορμόνης θυρεοειδούς και στεροειδή σκευάσματα. Ορισμένοι ασθενείς ενδέχεται να χρειαστούν υποστηρικτική θεραπεία (οξυγόνο, υποβοήθηση αναπνοής, χορήγηση υγρών) και νοσηλεία στην εντατική.

Πρόγνωση

Στις περισσότερες περιπτώσεις τα επίπεδα του θυρεοειδούς επιστρέφουν στις φυσιολογικές τιμές τους με την κατάλληλη αντιμετώπιση. Ωστόσο η υποκατάσταση της θυρεοειδικής ορμόνης θα πρέπει να συνεχιστεί για ολόκληρη τη ζωή του ασθενούς.

Το μυξοιδηματικό κώμα επίσης μπορεί να αποβεί θανατηφόρο.

Πιθανές επιπλοκές

Το μυξοιδηματικό κώμα, η πιο βαριά μορφή υποθυρεοειδισμού, είναι σπάνιο. Μπορεί να προκληθεί από μόλυνση, ασθένεια, έκθεση στο κρύο ή συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθούν άτομα τα οποία έχουν αμελήσει να αντιμετωπίσουν ιατρικά τον υποθυρεοειδισμό τους.

Συμπτώματα και ενδείξεις του μυξοιδηματικού κώματος:

  • Υποθερμία
  • Υποαερισμός (ελάττωση της αναπνοής)
  • Υπόταση
  • Χαμηλό σάκχαρο στο αίμα
  • Καμία ανταπόκριση σε εξωτερικά ερεθίσματα

Άλλες επιπλοκές:

  • Καρδιακή νόσος
  • Αυξημένος κίνδυνος λοίμωξης
  • Στειρότητα
  • Αποβολή

Τα άτομα που δεν αντιμετωπίζουν θεραπευτικά τον υποθυρεοειδισμό τους διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για:

  • Τοκετό βρέφους με συγγενείς διαμαρτίες (εκ γενετής ελαττώματα)
  • Καρδιακή νόσο εξαιτίας υψηλών επιπέδων της χοληστερίνης LDL (της «κακής»)
  • Καρδιακή ανεπάρκεια

Αν ένας ασθενής λάβει υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικής ορμόνης κινδυνεύει από στηθάγχη ή καρδιακή προσβολή αλλά και από οστεοπόρωση.

Πότε να επικοινωνήσετε με το γιατρό

Καλέστε το γιατρό σας εάν παρουσιάσετε συμπτώματα υποθυρεοειδισμού (ή μυξοιδήματος).

Εάν ακολουθείτε θεραπεία για υποθυρεοειδισμό, ειδοποιήστε το γιατρό σας αν:

  • Αισθάνεστε θωρακικό πόνο ή υπερβολική ταχυκαρδία
  • Πάθετε λοίμωξη
  • Τα συμπτώματά σας επιδεινώνονται ή δεν βελτιώνονται με τη θεραπεία
  • Εμφανίσατε νέα συμπτώματα
Πρόληψη

Δεν υπάρχει μέθοδος πρόληψης για τον υποθυρεοειδισμό.

Οι εξετάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου σε νεογνά μπορούν να εντοπίσουν υποθυρεοειδισμό που εμφανίζεται στη γέννα (ο λεγόμενος συγγενής υποθυρεοειδισμός).


Πηγές:

Fatourechi V. Subclinical hypothyroidism: an update for primary care physicians. Mayo Clin Proc. 2009;84(1):65-71.

Ladenson P, Kim M. Thyroid. In: Goldman L and Ausiello D, eds. Cecil Medicine. 23rd ed. Philadelphia, Pa: Saunders; 2007:chap 244.

Vaidya B, Pearce SH. Management of hypothyroidism in adults. BMJ. 2008;337.

Allahabadia A, Razvi S, Abraham P, Franklyn J. Diagnosis and treatment of primary hypothyroidism. BMJ. 2009 Mar 26;338.

Επικαιροποίηση από:

Συνεργάτες του iatronet.gr