Μακριά από τον στόχο του 75% που είχαν συμφωνήσει το 2009 παραμένουν τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης, όσον αφορά στα ποσοστά του εμβολιασμού κατά της γρίπης που πέτυχαν στις ευπαθείς ομάδες. Δηλαδή στους ηλικιωμένους, στις έγκυες γυναίκες και στα άτομα με χρόνιες παθήσεις (όπως ο διαβήτης και οι πνευμονικές παθήσεις) που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής ασθένειας ακόμη και θανάτου εάν μολυνθούν από τον ιό.

Τα τελευταία στοιχεία, που δημοσιεύθηκαν από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης & Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) την Ευρωπαϊκή ημέρα για τη Γρίπη (11 Οκτωβρίου), παρουσιάζουν μια μικτή εικόνα. Σχεδόν όλες οι χώρες χάνουν τον στόχο, αν και υπάρχουν ενδείξεις βελτίωσης στις περισσότερες χώρες.

Η πρόσληψη εμβολίων φαίνεται να έχει αυξηθεί κατά την περίοδο της COVID-19, καθώς η ευαισθητοποίηση σχετικά με τις ασθένειες του αναπνευστικού και οι ισχυρές εκστρατείες για το αντιγριπικό εμβόλιο, ώθησαν τους ανθρώπους να προχωρήσουν στον εμβολιασμό τους. Αρκετές χώρες εισήγαγαν επίσης τον εμβολιασμό κατά της γρίπης και στα παιδιά.  

Ωστόσο, υπάρχει μια εντυπωσιακά μεγάλη ψαλίδα στο εύρος του εμβολιασμού από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, ξεκινά μόλις από το 4,5% στη Λετονία, ενώ  άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Εσθονίας και της Βουλγαρίας ανέφεραν χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού. Την ίδια στιγμή υπήρξαν και κράτη που δεν αναφέρουν καθόλου στοιχεία για τον εμβολιασμό των κατοίκων τους στο ECDC. 

Τους περισσότερους εμβολιασμούς παρουσιάζει η Δανία, φτάνοντας ακριβώς στο 75% στους ηλικιωμένους για την περίοδο 2020-2021. Είναι η τελευταία περίοδος γρίπης για την οποία έχουν δημοσιοποιηθεί δεδομένα.  

Εξετάζοντας τα δεδομένα για ολόκληρο τον ενήλικο πληθυσμό, τα ποσοστά πρόσληψης είναι και πάλι σημαντικά χαμηλότερα σε όλες τις χώρες.

Η Isabel De la Mata, Σύμβουλος για την Υγεία και τη Διαχείριση Κρίσεων στη SANTE της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δήλωσε ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ έχουν δεσμευτεί να επιτύχουν τον στόχο, αλλά τα δεδομένα δείχνουν ότι ορισμένα τα καταφέρνουν πολύ καλύτερα από άλλα. Υπάρχει επίσης ένα ευρύ φάσμα εθνικών συστάσεων, με πολλές (αλλά όχι όλες) κυβερνήσεις να συμβουλεύουν τον εμβολιασμό των παιδιών και μόνο λίγα κράτη να υποστηρίζουν ενεργά τον εμβολιασμό των εγκύων γυναικών.
Εκτός από τον εμβολιασμό, τόνισε την ανάγκη επένδυσης σε συστήματα ανίχνευσης και επιτήρησης, ώστε οι υγειονομικές αρχές να μπορούν να λάβουν ενημερωμένη δράση. «Για να δράσουμε, πρέπει να γνωρίζουμε πού αναπτύσσονται εστίες μόλυνσης», αναφέροντας τα 100 εκατ. ευρώ των κονδυλίων EU4Health που είναι αφιερωμένα στην υποστήριξη των κρατών μελών για την ενίσχυση των εθνικών συστημάτων επιτήρησης.

Μιλώντας σε εκδήλωση για την Ημέρα της Γρίπης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο καθηγητής Κόλιν Ράσελ, μέλος της Διευθύνουσας Ομάδας για τον Εμβολιασμό κατά της Γρίπης, κάλεσε τους περιφερειακούς, εθνικούς και ευρωπαϊκούς φορείς για την χάραξη πολιτικής για να αυξήσουν την απορρόφηση του αντιγριπικού εμβολίου. 

«Έως και 50 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ μολύνονται από γρίπη κάθε χρόνο», είπε. «Πολλές χιλιάδες από αυτούς θα πεθάνουν από μια ασθένεια που μπορεί να προληφθεί, δεκάδες εκατομμύρια ημέρες εργασίας θα χαθούν και τα συστήματα υγείας θα αντιμετωπίσουν σημαντική επιβάρυνση. Ο εμβολιασμός κατά της γρίπης είναι ένας οικονομικά αποδοτικός τρόπος για την πρόληψη της μόλυνσης, τη διάσωση ανθρώπινων ζωών και τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας».

Εντωμεταξύ, η Δρ Emilie Karafillakis, επικεφαλής ευρωπαϊκής έρευνας στο Vaccine Confidence Project και μέλος της Ομάδας Καθοδήγησης, σημείωσε ότι μόνο το 30% των επαγγελματιών υγείας δηλώνουν σίγουροι να μιλήσουν για τα εμβόλια, με μόλις το 5% να πιστεύει ότι έχει αρκετή εκπαίδευση για το θέμα. Ωστόσο, το 95% δηλώνει ότι ενδιαφέρεται να λάβει περισσότερη εκπαίδευση πάνω στο θέμα.

Υπάρχουν επίσης ανησυχίες ότι η πρόσληψη εμβολίων από τους επαγγελματίες υγείας είναι πολύ χαμηλή. Σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες που συνέλεξαν και μοιράστηκαν δεδομένα, λιγότεροι από τους μισούς εργαζόμενους στον τομέα της υγείας έκαναν το εμβόλιο κατά της γρίπης κατά τη χειρότερη περίοδο της πανδημίας COVID-19.

Καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει έναν άλλο χειμώνα, το ECDC και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχουν εκφράσει ανησυχίες για την εξάπλωση της γρίπης, της COVID-19 και του RSV, που κυκλοφορούσαν όλα από πέρυσι. Φέτος είναι η πρώτη χρονιά στην οποία διατίθενται εμβόλια και για τα τρία νοσήματα στην Ευρώπη. Το ερώτημα είναι αν το κοινό θα αποφασίσει τον εμβολιασμό του. 

Πηγές:
vaccinestoday.eu/

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Νοσοκομεικοί γιατροί και εργαζόμενοι συμμετέχουν στην απεργία της Πρωτομαγιάς
Εντοπίστηκε γονίδιο που συνδέεται με την εμφάνιση λιπώδους νόσου του ήπατος
Η ρύθμιση των επιπέδων της χοληστερόλης μπορεί να είναι το ''κλειδί'' για τη βελτίωση της αγωγής κατά του καρκίνου