Σε σχέση με τη θεραπεία ορισμένων μορφών καρκίνου του αίματος με τα λεγόμενα κύτταρα CAR-T, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις δευτερογενών όγκων ως πιθανή παρενέργεια της θεραπείας.

Μια πρόσφατη ανάλυση των περιπτώσεων που αναφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Paul Ehrlich φωτίζει τις προκλήσεις στην αξιολόγηση αυτών των νέων ασθενειών των Τ-κυττάρων.

Το αποτέλεσμα: προκειμένου να αξιολογηθούν καλύτερα αυτές οι σπάνιες αλλά σοβαρές περιπτώσεις και να προσδιοριστούν οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου, θα πρέπει να καθοριστούν κριτήρια αξιολόγησης ειδικά για τα CAR-T κύτταρα στη φαρμακοεπαγρύπνηση και να καθιερωθούν συγκεκριμένες μοριακές δοκιμασίες. Αυτό θα αυξήσει περαιτέρω την ασφάλεια των ασθενών.

Οι θεραπείες με CAR-T κύτταρα έχουν καθιερωθεί ως μια συχνά πολύ επιτυχημένη και συνολικά πολλά υποσχόμενη θεραπευτική επιλογή για διάφορες μορφές καρκίνου του αίματος, για τις οποίες δεν υπάρχουν άλλες αποτελεσματικές θεραπείες.

Ωστόσο, από την εισαγωγή αυτής της θεραπείας, έχουν αναφερθεί μεμονωμένα κρούσματα δευτερογενών, δηλαδή νεοεμφανιζόμενων καρκίνων, που προκαλούνται από Τ-κύτταρα και μπορεί να αποτελούν πιθανή παρενέργεια της θεραπείας.

Έλλειψη δεδομένων για την αξιολόγηση της αιτιότητας των καρκίνων των Τ-κυττάρων

Μια ομάδα εμπειρογνωμόνων από το Τμήμα Φαρμακευτικής Ασφάλειας, το Τμήμα Αιματολογίας, Κυτταρικής και Γενετικής Θεραπείας και της ερευνητικής ομάδας Μοριακής Βιοτεχνολογίας και Γενετικής Θεραπείας του Ινστιτούτου Paul Ehrlich, καθώς και του Τμήματος Εσωτερικής Ιατρικής της Πανεπιστημιακής Κλινικής της Κολωνίας, ανέλυσε τη διαδικασία αξιολόγησης της αιτιότητας των καρκινικών νόσων που προκαλούνται από Τ-κύτταρα, οι οποίες αναφέρθηκαν στο Ινστιτούτο Paul Ehrlich σε σχέση με τις θεραπείες με CAR-T-κύτταρα.

Όπως δείχνει η ανάλυση, συχνά λείπουν οι λεπτομερείς πληροφορίες που είναι απαραίτητες για μια τεκμηριωμένη αξιολόγηση της αιτιότητας των παρατηρούμενων δευτερογενών καρκινικών παθήσεων.

Σύμφωνα με την εκτίμηση της ομάδας εμπειρογνωμόνων, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι μοριακές δοκιμές σε δείγματα όγκων. Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατή η εξέταση των ίδιων των γονιδιακών φορέων, των θέσεων ενσωμάτωσης του φορέα, δηλαδή των θέσεων στο γονιδίωμα των κυττάρων όπου ενσωματώνεται η νέα γενετική πληροφορία, καθώς και των επιπτώσεών τους.

Οι δοκιμές αυτές απαιτούν τη διαθεσιμότητα κατάλληλων δειγμάτων όγκων και θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μετά τη διάγνωση, προκειμένου να είναι δυνατή η ακριβής αξιολόγηση.

Η εξέταση αυτών των περιπτώσεων καταδεικνύει επίσης την πολυπλοκότητα της ασφάλειας των φαρμάκων και την πρόκληση που αποτελεί η αξιολόγηση των πιθανών κινδύνων αυτών των προηγμένων θεραπευτικών αγωγών. Τα καθιερωμένα κριτήρια για την αξιολόγηση της αιτιότητας των υποψιών για ανεπιθύμητες ενέργειες φαρμάκων σύμφωνα με το Κέντρο Παρακολούθησης τoυ ΠΟΥ (WHO-UMC) δεν λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες των προϊόντων γονιδιακής θεραπείας (όπως η εφάπαξ θεραπεία και η μόνιμη εισαγωγή φορέα).

Οι συγγραφείς της μελέτης προτείνουν επομένως τη χρήση τροποποιημένων κριτηρίων και τονίζουν ότι είναι απαραίτητο να καθιερωθούν ενιαία κριτήρια για την αξιολόγηση της αιτιότητας, ώστε να είναι δυνατή η ορθή αξιολόγηση των δευτερογενών καρκίνων των Τ-κυττάρων ως πιθανής παρενέργειας και να χρησιμοποιηθούν εργαστηριακές μέθοδοι που μπορούν να ανιχνεύσουν την ενσωμάτωση του φορέα και να εξετάσουν τις μεταλλαξιογόνες επιδράσεις.

Μόνο έτσι μπορεί να επιτευχθεί μια βαθύτερη κατανόηση των παραγόντων κινδύνου και μια καλύτερη αξιολόγηση της ασφάλειας των θεραπειών CAR-T.

Θεραπεία με CAR-T κύτταρα - Ιστορικό 

Στο πλαίσιο μιας θεραπείας με CAR-T κύτταρα, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς (Τ κύτταρα) εξωσωματικά (ex vivo) εφοδιάζονται με έναν γενετικά τροποποιημένο (χιμαιρικό) υποδοχέα αντιγόνου (CAR). Αυτό γίνεται με τη βοήθεια γονιδιακών φορέων (ιικών φορέων), οι οποίοι μεταφέρουν τη γενετική πληροφορία για το CAR στο γονιδίωμα των Τ-κυττάρων.

Τα Τ-κύτταρα που έχουν τροποποιηθεί με αυτόν τον τρόπο μπορούν να αναγνωρίσουν και να καταπολεμήσουν τα καρκινικά κύτταρα. Στη συνέχεια, επιστρέφονται στο αίμα των ασθενών.

Οι θεραπείες με CAR-T-κύτταρα υπόκεινται σε αυστηρή παρακολούθηση και μετά την έγκρισή τους.

Οι κάτοχοι της άδειας κυκλοφορίας των αντίστοιχων φαρμάκων υποχρεούνται να υποβάλλουν τακτικά ενδιάμεσα αποτελέσματα από τις προβλεπόμενες μακροχρόνιες μελέτες για την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα, καθώς και επικαιροποιημένες εκθέσεις ασφάλειας (Periodic Safety Update Reports, PSUR) στην Επιτροπή Αξιολόγησης Κινδύνου.

Πηγές:
Ινστιτούτο Paul Ehrlich

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ι. Βαρδακαστάνης: Το αναπηρικό κίνημα συνεχίζει να αγωνίζεται και να διεκδικεί
Ενδυνάμωση των ασθενών: Καμπάνια ευαισθητοποίησης για την ενίσχυση υιοθέτησης της περιτοναϊκής κάθαρσης στην Ελλάδα
Πνευμονία: Βακτηριακό ένζυμο είναι πιθανό να προκαλεί μοιραίες καρδιακές επιπλοκές [μελέτη]