Της Σοφίας Νέτα

Η αϋπνία αποτελεί ένα παγκόσμιο πρόβλημα που βασανίζει εκατομμύρια άτομα σε όλο τον κόσμο.
Με τον όρο αϋπνία ή με τον ευρύτερο όρο διαταραχές του ύπνου εννοούμε όχι μόνο την μερική ή παντελή έλλειψη ύπνου αλλά και την κακή ποιότητα αυτού.

Ένα άτομο δηλαδή που κοιμάται 5-6 ώρες μπορεί να παραπονιέται για αϋπνία όταν ο ύπνος του διακόπτεται πολλές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας ή όταν κοιμάται πολύ ελαφρά χωρίς να μπορεί να πέσει σε βαθύ ύπνο με όνειρα που ξεκουράζουν και ανανεώνουν τον οργανισμό.

Το πρόβλημα της αϋπνίας βασανίζει εξίσου άνδρες και γυναίκες και η συχνότητά του αυξάνεται με την ηλικία. Αν και σε μικρότερη συχνότητα, εν τούτοις, η αϋπνία αποτελεί ένα εξ ίσου σημαντικό πρόβλημα και στα παιδιά, όπως αναφέρθηκε σε συνέντευξη τύπου για το 1ο Συνέδριο για τον Επεμβατικό Αερισμό και τις Διαταραχές του Ύπνου που πραγματοποιείται 4-6 Δεκεμβρίου στην Αθήνα.

Το 50% των άνω των 55 ετών ατόμων υποφέρει από διαταραχές του ύπνου οι οποίες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του. Στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι πάνω από 2 εκατομμύρια άτομα άνω των 55 ετών υποφέρουν από διαταραχές του ύπνου.

Οι επιπτώσεις της αϋπνίας δεν περιορίζονται μόνο στον αγώνα που κάνει κάθε βράδυ το άτομο για να κοιμηθεί αλλά και στις καθημερινές του δραστηριότητες, αφού ένας κακός ύπνος συνοδεύεται από κακή διάθεση, αίσθημα κόπωσης και υπνηλία ή λήθαργο καθόλη την επόμενη ημέρα, από μειωμένη αποδοτικότητα στη δουλειά, μειωμένη ικανότητα μάθησης και συγκράτησης παραστάσεων αλλά και από αυξημένη συχνότητα τόσο εργατικών όσο και οδηγικών ατυχημάτων.

Δηλαδή η όλη λειτουργικότητα ενός ατόμου πάνω στην οποία στηρίζεται μια καλή, υγιής και ευτυχισμένη ζωή επηρεάζεται από έναν ύπνο κακής ποιότητας.

Με άλλα λόγια, η αϋπνία υποβαθμίζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του πάσχοντος.
Η αϋπνία θεωρείται μια από τις πιο σοβαρές, τις πιο υπο-διαγιγνωσκόμενες και τις πιο κακοποιημένες θεραπευτικά παθολογικές καταστάσεις, που επηρεάζει αρνητικά όχι μόνο τη ζωή του πάσχοντος αλλά και το οικογενειακό, το εργασιακό καθώς και το κοινωνικό περιβάλλον του.

Ο ύπνος αποτελεί ζωτικό στοιχείο της ζωής, αφού κατά τη διάρκειά του ο οργανισμός αποκαθιστά τις φθορές που υφίστανται τα διάφορα συστήματά του κατά τη διάρκεια της ημέρας, εξοικονομεί ενέργεια και βελτιώνει τη μνήμη και τη διαδικασία εκμάθησης.

Ένας καλός ύπνος βελτιώνει κατά 15% τη μνήμη και την πνευματική μας ευστροφία, ενώ ένας κακός ύπνος αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο ανάπτυξης παχυσαρκίας, σακχαρώδους διαβήτη, αρτηριακής υπέρτασης, καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων.

Αν και οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να είναι δευτεροπαθείς, δηλαδή να αποτελούν συνοδό σύμπτωμα κάποιων άλλων νοσημάτων όπως π.χ κατάθλιψης, αγχώδους νεύρωσης, νόσου του Πάρκινσον, άνοιας (Αλτσχάϊμερ) κ.ά εν τούτοις στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι πρωτοπαθείς, δηλαδή αποτελούν τυχαίο εύρημα σε έναν κατά τα άλλα απόλυτα υγιή οργανισμό.

Οι διαταραχές ύπνου είναι πολύ συχνότερες στο δυτικό κόσμο και σχεδόν άγνωστες σε πρωτόγονες φυλές ή γενικά σε πληθυσμούς που δεν έχουν υιοθετήσει τον εξοντωτικό τρόπο ζωής του δυτικού κόσμου.
Τα τελευταία χρόνια βρέθηκε ότι το βιολογικό μας ρολόϊ, αυτό δηλαδή που ρυθμίζει τις ώρες που πρέπει να κοιμόμαστε και αυτές που πρέπει να είμαστε ξύπνιοι (κιρκάρδιος ρυθμός) επηρεάζεται από μια φυσική ορμόνη, τη μελατονίνη, που παράγεται στον εγκέφαλό μας και εκκρίνεται κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Η έλλειψη ή η πλημμελής παραγωγή της ορμόνης αυτής οδηγεί στις διαταραχές του ύπνου με κύρια εκδήλωση την αϋπνία.

Η μελατονίνη παράγεται σε μεγάλες ποσότητες κατά τη διάρκεια της βρεφικής και παιδικής ηλικίας, γι΄ αυτό και τα παιδιά κοιμούνται πολύ περισσότερες ώρες, ενώ όσο μεγαλώνουμε τόσο η ποσότητά της μειώνεται. Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που όσο μεγαλώνουμε τόσο μειώνονται και οι ώρες του ύπνου μας, καθώς και για το ότι η αϋπνία γίνεται πρόβλημα κυρίως των ηλικιωμένων, με αποτέλεσμα ο ένας στους δύο ενήλικες να πάσχει από αυτήν.

Η μελατονίνη μέχρι σήμερα είχε χρησιμοποιηθεί με μεγάλη επιτυχία στη αντιμετώπιση των προβλημάτων ύπνου που παρουσίαζαν τα άτομα στα υπερατλαντικά τους ταξίδια (jet lag) λόγω αποδιοργάνωσης του βιολογικού ρολογιού που επιφέρει η αλλαγή της ώρας.

Προσπάθειες που είχαν γίνει για να δοκιμασθεί η μελατονίνη στην αντιμετώπιση των καθημερινών προβλημάτων ύπνου αποτύγχαναν, λόγω της πολύ μικρής διάρκεαις ζωής που έχει η ορμόνη αυτή μέσα στον οργανισμό μας. Τα τελευταία όμως χρόνια η σύγχρονη τεχνολογία επέτρεψε την παρασκευή της μελατονίνης σε μορφή βραδείας αποδέσμευσης με αποτέλεσμα πλέον η ορμόνη αυτή να παραμένει στον οργανισμό μας όσο και η φυσική ορμόνη, εξασφαλίζοντας έτσι δράση που διαρκεί αρκετές ώρες.

Τι είναι η αϋπνία

Η αϋπνία είναι ένα υποκειμενικό σύμπτωμα καθυστερημένης έναρξης ύπνου, ανεπαρκούς διάρκειας ύπνου και/ή πτωχής ποιότητας ύπνου (ύπνος που δεν επιφέρει αποκατάσταση των φθορών που υφίσταται ο οργανισμός μας κατά τη διάρκεια της ημέρας).

Η αϋπνία συσχετίζεται με σημαντική δυσφορία κατά τη διάρκεια της ημέρας και ταξινομείται με βάση την αιτιολογία σε:

Πρωτοπαθή αϋπνία: Αϋπνία που δεν οφείλεται σε καμία σωματική ή πνευματική πάθηση ή κανένα περιβαλλοντικό αίτιο
Τα κύρια κλινικά χαρακτηριστικά για την οριστική διάγνωση της πρωτοπαθούς αϋπνίας είναι τα εξής:

  • Τα άτομα παραπονούνται είτε για δυσκολία στην έλευση του ύπνου, είτε για δυσκολία
    στη διατήρηση του ύπνου, είτε για κακή ποιότητα ύπνου.
  • Η διαταραχή του ύπνου εμφανίζεται τουλάχιστον 3 φορές την εβδομάδα για
    τουλάχιστον ένα μήνα.
  • Το άτομο αναφέρει προβληματισμό σχετικά με την έλλειψη ύπνου και υπερβολική
    ανησυχία για τις επιπτώσεις του, τόσο τη νύκτα όσο και κατά τη διάρκεια της
    ημέρας.
  • Η μη ικανοποιητική ποσότητα και/ή ποιότητα ύπνου είτε προκαλεί έντονη
    δυσφορία είτε επηρεάζει την κοινωνική και επαγγελματική λειτουργία.

Δευτεροπαθή αϋπνία: Όταν η αϋπνία οφείλεται σε προϋπάρχουσα σωματική ή ψυχική πάθηση. Τέτοιες παθήσεις είναι η ναρκοληψία, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με την αναπνοή, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με τον κιρκάδιο ρυθμό, οι διαταραχές της κίνησης ή παραϋπνία, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με μία ψυχική διαταραχή όπως η μείζων καταθλιπτική διαταραχή, η γενικευμένη αγχώδης διαταραχή ή το παραλήρημα, οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με τις έμμεσες φυσιολογικές δράσεις μιας ουσίας όπως είναι π.χ η καφεΐνη και διάφορα φάρμακα, ή μια γενική παθολογική κατάσταση όπως είναι ο πόνος ή η νυκτερινή ούρηση.

Ενώ η ανεπαρκής ποσότητα ύπνου (διάρκεια ύπνου, λανθάνων ύπνος, αριθμός αφυπνίσεων) μπορεί να μετρηθεί με αξιοπιστία σε ένα εργαστήριο ύπνου, ο όρος ‘ποιότητα ύπνου’ αντιστοιχεί σε ένα περίπλοκο φαινόμενο το οποίο δύσκολα προσδιορίζεται και μετράται αντικειμενικά, καθώς περιλαμβάνει καθαρά υποκειμενικές πλευρές όπως είναι το ‘βάθος’ και ο ‘βαθμός ανάπαυσης’ κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Πολλοί ασθενείς με αϋπνία δεν έχουν προβλήματα ύπνου που σχετίζονται με την ποσότητα. Στους ασθενείς αυτούς, η εξέταση με πολύ-υπνογραφία μπορεί να μην αναδείξει παθολογικές παραμέτρους ύπνου (π.χ. αυξημένη ποσότητα λανθάνοντος ύπνου, μειωμένος συνολικός χρόνος ύπνου, μειωμένη επάρκεια ύπνου και αυξημένος αριθμός και διάρκεια αφυπνίσεων).

Οι μετρήσεις που πραγμοτοποιούνται σε εργαστήριο ύπνου δεν προβλέπουν το σύνηθες αυτό παράπονο της ποιότητας ύπνου και της ικανοποίησης από τον ύπνο. Επομένως, στη γενική πρακτική, η διάγνωση της αϋπνίας στηρίζεται κυρίως στα παράπονα του ασθενούς όπως προσδιορίζονται στο ιατρικό του ιστορικό.

Οι συγγενείς και τα άτομα παροχής φροντίδας επίσης αποτελούν μια χρήσιμη πηγή πληροφόρησης.

Η θεραπεία της αϋπνίας

Μη φαρμακευτικές θεραπείες

Γενικά, η θεραπεία πρώτης γραμμής για τις διαταραχές του ύπνου περιλαμβάνει μη φαρμακευτικές μεθόδους βελτίωσης του ύπνου, που μπορεί να είναι η αυστηρή συμμόρφωση σε ένα σταθερό τρόπο ζωής 7 ημέρες την εβδομάδα, ένα ήσυχο και άνετο περιβάλλον ύπνου, η ηρεμία πριν από τον ύπνο, ο έλεγχος των ερεθισμάτων, η αποφυγή του αλκοόλ και της καφεΐνης πριν τον ύπνο και της άσκησης στη σωστή ώρα.

Φαρμακευτική θεραπεία

Η φαρμακευτική θεραπεία με κατασταλτικά φάρμακα του ΚΝΣ (ηρεμιστικά) και/ή υπνωτικά φάρμακα (που προκαλούν υπνηλία) είναι ευρέως διαδεδομένη. Τα συχνότερα συνταγογραφούμενα φάρμακα για την αϋπνία είναι τα βενζοδιαζεπινούχα (ΒΖD) και τα μη βενζοδιαζεπινούχα (μη-BZD, π.χ.

ζοπικλόνη, ζολπιδέμη, ζαλεπλόνη) υπνωτικά.

Τα BZD και μη-BZD είναι αποτελεσματικά υπναγωγά και σε ορισμένες περιπτώσεις βελτιώνουν και την ποιότητα του ύπνου. Ωστόσο, το υπολειπόμενο αίσθημα υπνηλίας και κόπωσης κατά τη διάρκεια της ημέρας, η ανάπτυξη εξάρτησης, καθώς και τα συμπτώματα στέρησης που συσχετίζονται με αυτά τα φάρμακα απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και μπορεί να αποτελέσουν πρόβλημα δημόσιας υγείας.

Οι βενζοδιαζεπίνες συσχετίζονται με το φαινόμενο της υποτροπής (rebound, δηλαδή επάνοδο στην κατάσταση αϋπνίας που υπήρχε πριν από τη λήψη του φαρμάκου όταν η χορήγησή του διακοπή), της εξάρτησης και των νευροψυχιατρικών αντιδράσεων, όπως είναι η επιθετικότητα και η κατάθλιψη.

Επίσης, αν και είναι αποτελεσματικά, τα υπνωτικά αυτά διαταράσσουν περισσότερο την αρχιτεκτονική και τη δομή του ύπνου.

Από την υπάρχουσα βιβλιογραφία, προκύπτει σαφώς ότι η μακροχρόνια χορήγηση βενζοδιαζεπινών μπορεί να οδηγήσει σε λειτουργικές διαταραχές κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε εξάρτηση και σε ανάπτυξη ανοχής. Τα BZD και τα μη-BZD υπνωτικά όπως είναι η ζολπιδέμη και η ζοπικλόνη έχουν επίσης συσχετιστεί με έντονη υποτροπή της αϋπνίας και πρώιμη εκδήλωση διαταραχών της μνήμης.

Επιπλέον, η χρήση των πιο πάνω υπνωτικών έχει συσχετιστεί με τροχαία και εργατικά ατυχήματα και υψηλότερο κίνδυνο πτώσεων, ιδιαίτερα στα ηλικιωμένα άτομα.

Η σχέση αποτελεσματικότητας/ασφαλείας των ΒΖD και μη-BZD υπνωτικών οδηγεί σε μία αρνητική συσχέτιση μεταξύ κινδύνου και ωφέλειας για τη χρήση των φαρμάκων αυτών στην αντιμετώπιση της αϋπνίας των ηλικιωμένων ατόμων, με αποτέλεσμα να είμαστε πολύ προσεκτικοί στη συνταγογράφηση των φαρμάκων αυτών στους ηλικιωμένους.

Στην περίπτωση που συνταγογραφηθούν υπνωτικά, δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από δύο εβδομάδες, δεδομένου ότι μπορεί να αναπτυχθεί ανοχή και εθισμός που μπορεί να εγκατασταθούν εντός 3-14 ημερών από την έναρξη μιας συνεχούς χρήσης.

Επομένως, υπάρχει ιατρική ανάγκη για νέες θεραπείες για την αϋπνία οι οποίες δεν θα επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του ατόμου κατά τη διάρκεια της ημέρας, ενώ ταυτόχρονα θα βελτιώνουν τον ύπνο χωρίς να επηρεάζουν την αρχιτεκτονική του.

Παράλληλα, οι νέες θεραπείες θα πρέπει να είναι λιγότερο επιβλαβείς για τη μνήμη και την ψυχοκινητική λειτουργία του ατόμου και να μην συσχετίζονται με εξάρτηση και συμπτώματα συνδρόμου στέρησης.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Κατάθλιψη των εορτών - Πώς την αντιμετωπίζω
Αυξημένος κίνδυνος κατάποσης ξένων σωμάτων από παιδιά την περίοδο των Χριστουγέννων
GLP-1 αγωνιστές: Πιθανή προστασία των οστών σε άτομα με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 [Μελέτη]