«Τεστ, τεστ, τεστ». Αυτό ήταν ένα από τα κεντρικά συνθήματα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως διατυπώθηκε εξ αρχής από τον γενικό διευθυντή του, Dr Tedros Adhanom Ghebreyesus, ήδη από τις 16 Μαρτίου του 2020. Χωρίς διάγνωση, όπως είπε χαρακτηριστικά «είναι σαν να πολεμάς τη φωτιά με τα μάτια δεμένα».

Η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα κατάφερε να ανταποκριθεί από νωρίς στην πρόκληση, καθώς είχε αλληλουχηθεί το γονιδίωμα του SARS-CoV-2, αναπτύχθηκε γρήγορα το πρώτο πρωτόκολλο PCR και ακολούθησε η βιομηχανία με τη μαζική παραγωγή των τεστ. Μέχρι σήμερα, πάνω από δύο χρόνια μετά, έχουν πραγματοποιηθεί τρία δισεκατομμύρια μοριακά διαγνωστικά τεστ σε παγκόσμια κλίμακα, με την Ευρώπη να είναι πρωταθλήτρια και τρεις χώρες (Ηνωμένο Βασίλειο, Δανία, Αυστρία) να έχουν κάνει τα περισσότερα, σύμφωνα με την Λεμονιά Σκούρα (φωτογραφία), αναπληρώτρια καθηγήτρια Βιοπαθολογίας – Μικροβιολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ και διευθύντρια του Μικροβιολογικού Εργαστηρίου του ΑΧΕΠΑ.

Μιλώντας στο 36ο Βορειοελλαδικό Ιατρικό Συνέδριο, που διοργανώνει η Ιατρική Εταιρεία Θεσσαλονίκης, η κ. Σκούρα αναφέρθηκε στην αξία της διάγνωσης της COVID, τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία του αποτελέσματος, τις πληροφορίες που δίνει για τον χρόνο επώασης της νόσου και κατ΄ επέκταση στον χρόνο απομόνωσης του ασθενή.

Ευαισθησία

Η ευαισθησία του τεστ ποικίλλει σε ένα ποσοστό από 68% ως 100%, ενώ μια μελέτη προσδιορίζει στο 10% το ποσοστό των περιπτώσεων που ενδεχομένως να «χάνονται» από την PCR. « Υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που εμπλέκονται στην απόδοση και πρέπει να τους έχουμε στο νου μας όταν αξιολογούμε το αποτέλεσμα. Αυτοί αφορούν όλα τα στάδια, από τη δειγματοληψία, την προετοιμασία του δείγματος και τη μέθοδο αυτή καθ αυτή», είπε και αναφέρθηκε ενδεικτικά στην ανεπαρκή συλλογή, την κακή μεταφορά και την συντήρηση στο εργαστήριο, αλλά και με το υλικό του στυλεού με τον οποίο θα γίνει η λήψη του δείγματος. «Στη συλλογή του δείγματος πρέπει απαραίτητα να έχουμε τα κατάλληλα προστατευτικά μέσα, είναι κάτι που αγνοούν πολλοί κάνοντας γρήγορα μια λήψη χωρίς να έχουν τα κατάλληλα μέσα οι ίδιοι, επιμολύνοντας πολλές φορές το δείγμα, φέρνοντας σε επαφή μολυσμένη επιφάνεια ή γάντια. Έχουν περιγραφεί κανόνες που πρέπει να τηρούνται», σημείωσε για να προσθέσει: «σε ότι αφορά τον στυλεό, θέλουμε να μην έχει βαμβάκι που θα αναστείλει την PCR αλλά θα έχει συνήθως άξονα από αλουμίνιο και βύσμα από συνθετικό υλικό και τη δυνατότητα διατήρησης μέχρι 3 μέρες περίπου».

Φαρυγγικό δείγμα ή σάλιο

Σχετικά με το είδος του δείγματος που είναι αποδεκτό, υπάρχει διχογνωμία. Η Αμερικάνικη Εταιρεία Λοιμώξεων διαφωνεί με το CDC ως προς την χρήση φαρυγγικών δειγμάτων και θεωρεί τα δείγματα σιέλου ως προτιμότερα, λόγω μεγαλύτερης ευαισθησίας.

Μεταφέροντας την εμπειρία από το πανεπιστημιακό Μικροβιολογικό Εργαστήριο του ΑΧΕΠΑ, η καθηγήτρια ανέφερε πως το δείγμα σιέλου είναι ελκυστικό και με πολύ καλά αποτελέσματα από 50.000 δείγματα που έχουν εξεταστεί μέχρι σήμερα.

«Τελικά, ποια μέθοδο θα εφαρμόσουμε και ποια στρατηγική θα υλοποιήσουμε προκειμένου να δώσουμε μια απάντηση για να απομονωθεί ο ασθενής, να πάρει κατάλληλη αγωγή –έχουμε πλέον και τα αντιικά από το στόμα;», διερωτήθηκε η κ.Σκούρα και πρόσθεσε πως η απάντηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που έχει η συγκεκριμένη λοίμωξη. Κατά κύριο λόγο, το γεγονός ότι μπορούν να διασπείρουν τον ιό και τα ασυμπτωματικά και τα προσυμπτωματικά άτομα.

Η διάρκεια της καραντίνας

Κρίσιμος παράγοντας για την «ανάγνωση» του αποτελέσματος ενός PCR τεστ είναι ο χρόνος στον οποίο γίνεται, σε σχέση με τον χρόνο εκδήλωσης των συμπτωμάτων.  Το ιικό RNA ανιχνεύεται περίπου 6 μέρες πριν από την εκδήλωση των συμπτωμάτων, φτάνει στο peak όταν εκδηλώνονται τα συμπτώματα, ή λίγες μέρες μετά και πέφτει κατά μέσο όρο 2 εβδομάδες μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων (υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, όταν παραμένουν θραύσματα και η PCR να παραμένει θετική για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ως και 87 ημέρες σύμφωνα το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί). Σε ό,τι αφορά το τεστ αντιγόνου, μπορεί να παραμείνει θετικό μέχρι 12 μέρες από την έναρξη των συμπτωμάτων.

Με αυτά τα δεδομένα, και απαντώντας στο ερώτημα για τον χρόνο απομόνωσης ενός ασθενούς με θετικό τεστ ώστε να αποφευχθεί η διασπορά στην κοινότητα, η κ.Σκούρα επικαλέστηκε αποτελέσματα διεθνών μελετών σε καλλιέργειες κυττάρων. «Ο ιός δεν μπορεί να καλλιεργηθεί από δείγματα, κατά προσέγγιση 10 μέρες μετά από την στιγμή που θα εμφανιστούν τα συμπτώματα. Αυτό μας λέει ότι η μέση περίοδος μολυσματικότητας περιορίζεται στη χρονική περίοδο 2-3 μέρες πριν και 8 μέρες μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων», είπε.

Η μελέτη στο NBA

Σχετικά με το αν η Όμικρον αλλάζει τα δεδομένα, σημείωσε πως δεν υπάρχουν ακόμη πολλά στοιχεία. Αναφέρθηκε σε μια προκαταρκτική μελέτη που έγινε στις ΗΠΑ, σε παίκτες του ΝΒΑ, στην οποία φάνηκε να είναι χαμηλότερο το ιικό φορτίο, αλλά και η κάθαρση να είναι ταχύτερη, με το συγκεκριμένο στέλεχος. «Αυτό όμως δεν ξέρουμε αν μπορεί να αποδοθεί στην ιδιοσυστασία της Όμικρον παραλλαγής ή στο ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήταν εμβολιασμένοι», διευκρίνισε η κ.Σκούρα.

Καταλήγοντας, συμφώνησε με τη δήλωση του γενικού διευθυντή του ΠΟΥ ότι χωρίς τη διάγνωση είμαστε τυφλοί, ενώ επισήμανε πως η πρόκληση στο εξής για τους βιοπαθολόγους, στην επόμενη φάση της πανδημίας, είναι «να έχουμε μεθόδους που θα μας οδηγήσουν από την απόκριση στην πανδημία στην καθημερινότητα και στη συμβίωση με τον ιό».

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Νέες οδηγίες για προληπτικό μαστογραφικό έλεγχο στις ΗΠΑ
Ποιο είναι το συνολικό ετήσιο κόστος για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία στην Ελλάδα
Kρατά δυνάμεις και ποντάρει στα προϊόντα non-Covid η Pfizer