Το ουρικό οξύ είναι ασθενές οξύ που παράγεται από το μεταβολισμό των πουρινών. Συνηθέστερα μετράται στο αίμα στο πλαίσιο αιματολογικού εργαστηριακού check up. Οι διαταραχές του ουρικού οξέος αφορούν την αύξηση και την ελάττωση του στο αίμα.

Α. Αυξημένο ουρικό οξύ

Το αυξημένο ουρικό οξύ που καλείται ιατρικώς υπερουριχαιμία, είναι πιο σύνηθες παθολογικό πρόβλημα συγκριτικά με το ελαττωμένο ουρικό οξύ και αντικατοπτρίζει κυρίως το παθολογικό καταληκτικό σημείο τριών διεργασιών:

  1. Της διαιτητικής πρόσληψης πουρινών

Κάνοντας υπερβολική κατανάλωση τροφίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε πουρίνες, όπως είναι το  κόκκινο κρέας, τα σπλάχνα οργάνων, τα οστρακοειδή, τα αλκοολούχα ποτά, τα αλλαντικά, αυξάνουμε την πρόσληψη πουρινών, κατά το μεταβολισμό των οποίων παράγεται ουρικό οξύ.Η οξειδάση της ξανθίνης, το ένζυμο που είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή των πουρινών σε ουρικό οξύ, βρίσκεται σε αφθονία στο ήπαρ και στον βλεννογόνο του λεπτού εντέρου. Τα περισσότερα διαιτητικά νουκλεϊκά οξέα μπορούν να μεταβολιστούν σε ουρικό οξύ στο επίπεδο του βλεννογόνου του εντέρου.

  1. Της ενδογενούς σύνθεσης πουρινών

Μέρος ασθενών με υπερουριχαιμία εκκρίνει υπερβολικές ποσότητες ουρικού οξέος λόγω κληρονομικών παραμέτρων που αφορούν τη δραστηριότητα ενζύμων ή υπερβολικής παραγωγής πουρινών λόγω υποκείμενου νοσήματος ή παθολογικού παράγοντα. Υποκείμενα νοσήματα και παράγοντες που προκαλούν αυξημένη ενδογενή σύνθεση είναι οι αιμολυτικές και μυελουπερπλαστικές διαταραχές, φάρμακα, η φρουκτόζη, ακατάλληλες απισχναντικές δίαιτες.

  1. Της απέκκρισης ουρικού οξέος από τα ούρα

Ο νεφρός είναι η κύρια θέση απομάκρυνσης  του ουρικού οξέος και γίνεται σε τέσσερα επίπεδα: σπειραματική διήθηση, εγγύς σωληναριακήεπαναρρόφηση, έκκριση και μεταεκκριτικήεπαναρρόφηση.

Ο μειωμένος ρυθμός σπειραματικής διήθησης και η νεφρική ανεπάρκεια μπορεί να οδηγήσουν σε δευτεροπαθή υπερουριχαιμία. Η νεφρική κάθαρση  μπορεί να μειωθεί λόγω αφυδάτωσης ή παρουσίας οργανικών οξέων όπως συμβαίνει σε περιπτώσεις διαβητικής  κετοξέωσης ή χρόνιας λήψης μικρής δόσης σαλικυλικών φαρμάκων.Τα διουρητικά φάρμακα αυξάνουν το ουρικό οξύ του ορού με πολλαπλούς μηχανισμούς (π.χ.αυξημένη σωληναριακήεπαναρρόφηση).

Η υπερουριχαιμία διακρίνεται σε συμπωματική υπερουριχαιμία που εκδηλώνεται με ουρική αρθρίτιδα, νεφρολιθίαση, κολικούς νεφρού, νεφροπάθεια και ασυμπτωματική υπερουριχαιμία, ήτοι υπερουριχαιμία χωρίς συμπτώματα. Η ασυμπτωματική υπερουριχαιμία μπορεί σταδιακά να εξελιχτεί σε συμπωματική υπερουριχαιμία.

Στη συμπτωματική υπερουριχαιμία το ουρικό οξύ σχηματίζει ακτινοδιαφανείς πέτρες ή μπορεί να συμβάλει στο σχηματισμό λίθων ασβεστίου. Σε ασθενείς με ουρική αρθρίτιδα, ο κίνδυνος σχηματισμού λίθων αυξάνεται με τα επίπεδα του ουρικού οξέος στον ορό.

Η οξεία νεφροπάθεια ουρικού οξέος προκύπτει από την καθίζηση κρυστάλλων ουρικού οξέος εντός του ουροποιητικού συστήματος. Είναι μια σοβαρή μορφή οξείας νεφρικής ανεπάρκειας.

Σήμερα αρκετοί ασθενείς πάσχουν από  αυξημένο ουρικό οξύ ορού που εντοπίζεται στο πλαίσιο check up αλλάδεν έχουν ανάλογα συμπτώματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους ασθενείς θα παραμείνουν ασυμπτωματικοί σε όλη τους τη ζωή.Πολλοί πάσχοντες από αυξημένο ουρικό οξύ πάσχουν παράλληλα από μεταβολικό σύνδρομο, το οποίο  διαγιγνώσκεται όταν ένας ασθενής έχει τουλάχιστον 3 από τις ακόλουθες 5 καταστάσεις:

  • Αρτηριακή πίεση ≥130/85 mmHg
  • Τριγλυκερίδια ≥150 mg/dL
  • HDL-C < 40 mg/dL στους άνδρες ή < 50 mg/dL στις γυναίκες
  • Γλυκόζη νηστείας ≥100 mg/dL
  • Περίμετρος μέσης ≥102 cm στους άνδρες ή ≥88 cm στις γυναίκες

Το αυξημένο ουρικό οξύ στο πλαίσιο του μεταβολικού συνδρόμου συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο προσβολής από διαβήτη καρδιαγγειακά νοσήματα, λιπώδες ήπαρ και ορισμένα καρκινώματα.

Κατά τη διάρκεια της σωστής παθολογικής ιατρικής εξέτασης, εκτός από το αίτιο της υπερουριχαιμίας πρέπει να αξιολογείται ο βαθμός της επικινδυνότητας του αυξημένου ουρικού οξέος διότι δεν χορηγείται φαρμακευτική χημική θεραπεία σε ασθενείς στους οποίους το αυξημένο ουρικό οξύ είναι ακίνδυνο.

Β. Ελαττωμένο ουρικό οξύ

Η υποουριχαιμία ορίζεται ως μειωμένη συγκέντρωση ουρικού οξέος του αίματος και αποτελεί αποτέλεσμα εξαιρετικά μειωμένης πρόσληψης πουρινών ή μειωμένης  παραγωγής ουρικού οξέος ή αυξημένης απέκκρισής του. Η νευρική ανορεξία και ο υποσιτισμός είναι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι παθολογικής μείωσης ουρικού οξέος που σχετίζεται με χαμηλή πρόσληψη πουρινών.

Η υποουριχαιμία μπορεί να βρεθεί σε περίπου 1% των νοσηλευόμενων ασθενών. Στις περισσότερες περιπτώσεις η αιτία σχετίζεται με φάρμακα, όπως είναι τα σαλικυλικά, η αλλοπουρινόλη, τα σκιαγραφικά μέσα ή συνθήκες νοσηλείας όπως είναι η εξαναγκασμένη διούρηση και η ολική παρεντερική διατροφή.

Αρκετά κακοήθη νοσήματα έχουν συσχετιστεί με την υποουριχαιμία, όπως είναι η νόσος Hodgkin, το σάρκωμα, το γλοιοβλάστωμα, το πολλαπλό μυέλωμα. Οι μηχανισμοί στις κακοήθεις νόσους περιλαμβάνουν σωληναριακή δυσλειτουργία και αυξημένη νεφρική κάθαρση του ουρικού οξέος, διαταραχές στην έκκριση της αντιδιουρητικής ορμόνης, μειωμένη δραστηριότητα της οξειδάσης της ξανθίνης, προκαλούμενης από καρκινώματα.

Η υποουριχαιμία δεν προκαλεί συμπτώματα ή νοσηρότητα αυτή καθαυτή. Η τυχαία ανακάλυψή της στο πλαίσιο check up δεν απαιτεί θεραπεία αυτή καθαυτή, αλλά χρήζει οπωσδήποτε άμεσης διερεύνησης και εντοπισμού της υποκείμενης αιτίας.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
ΠΑΣΟΚ: Ελλείψεις στο Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία»
Τι συμβαίνει στο σώμα μας όταν ξεκινάμε δίαιτα
Η πολλαπλή σκλήρυνση θα μπορούσε να αυξάνει τον κίνδυνο ορισμένων ειδών καρκίνου [μελέτη]