Ερευνητές έχουν εντοπίσει δύο νευροδιαβιβαστές που ευθύνονται για τις παρατεταμένες φλεγμονώδεις διεργασίες στον ρινικό βλεννογόνο στο σύνδρομο μετά τον CoViD. Από αυτό θα μπορούσαν να προκύψουν θεραπείες στο μέλλον.

Μετά από λοίμωξη με τον κορωνοϊό SARS-CoV-2 μπορεί να εμφανιστεί το σύνδρομο Long CoViD (PCS, συχνά ονομάζεται Long Covid. Οι πάσχοντες υποφέρουν από όψιμες ή μακροχρόνιες επιπτώσεις με ποικίλα συμπτώματα και ένταση).

Οι αιτίες δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί. Το Πανεπιστήμιο του Λίμπεκ παίρνοντας αφορμή μια δημοσίευση στο επιστημονικό περιοδικό "Nature Communications" επιχειρεί να ενημερώσει σχετικά με τα νέα ευρήματα για το PCS.

Δείγματα από βιοψίες μύτης σε 25 ασθενείς με μέτριο έως σοβαρό PCS εξετάστηκαν σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο. Μεταξύ άλλων, αναλύθηκαν οι υπάρχοντες τύποι κυττάρων και οι οδοί σηματοδότησης με τις οποίες τα κύτταρα επικοινωνούν μεταξύ τους.

Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι ο βλεννογόνος των ανώτερων αναπνευστικών οδών παραμένει δομικά αλλοιωμένος ακόμη και μήνες μετά την λοίμωξη από SARS-CoV-2, ακόμη και αν δεν υπάρχει πλέον ενεργή λοίμωξη από τον ιό.

Για τον συνεχιζόμενο λανθασμένο προγραμματισμό ευθύνονται δύο κυτοκίνες: ο παράγοντας νέκρωσης όγκων άλφα (TNFα) και ο μετασχηματιστικός αυξητικός παράγοντας βήτα (TGFβ). Στη συνέχεια, αυτό το εύρημα επιβεβαιώθηκε και σε μοντέλα ανθρώπινου βλεννογόνου.

"Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι ο συνδυασμός των δύο διαβισβαστικών ουσιών TNFα και TGFβ διαταράσσει σημαντικά την αναγέννηση του κροσσωτού επιθηλίου", εξηγεί ο πρώτος συγγραφέας, Δρ Karosham D. Reddy, από το Ερευνητικό Κέντρο Borstel, Leibniz Lungenzentrum.

Η συνεχιζόμενη φλεγμονή στον ρινικό βλεννογόνο τροφοδοτείται από αυτές τις νευροδιαβιβαστικές ουσίες.

Ως εκ τούτου, ο βλεννογόνος των αεραγωγών δεν μπορεί να διατηρήσει την αμυντική του λειτουργία, με αποτέλεσμα να μπορεί να προκληθούν μακροχρόνιες αναπνευστικές διαταραχές και αυξημένη ευαισθησία σε λοιμώξεις, που είναι τυπικά συμπτώματα του PCS.

Πιθανοί υποψήφιοι φαρμακευτικοί παράγοντες

Τα αποτελέσματα της μελέτης θα μπορούσαν να προσφέρουν νέες προσεγγίσεις για τη στοχευμένη θεραπεία του PCS. "Οι παρατηρήσεις μας υποδεικνύουν συγκεκριμένες οδούς σηματοδότησης που φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στο PCS.

Αυτές θα μπορούσαν να επηρεαστούν θεραπευτικά με στοχευμένο τρόπο, ώστε να ανακουφιστούν τα συμπτώματα και ενδεχομένως να προληφθούν μακροχρόνιες βλάβες στον ρινικό βλεννογόνο", αναφέρει η κύρια συγγραφέας της μελέτης, Δρ. Anke Fähnrich από το Πανεπιστήμιο του Λίμπεκ.

Στην αρχική δημοσίευση, οι ερευνητές αναφέρονται, για παράδειγμα, στον αναστολέα TNFα ινφλιξιμάμπη. Σε ένα μοντέλο ποντικιών για αλλεργική ρινίτιδα, μείωσε την παραγωγή κυτοκινών και τη διήθηση των κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος στον ρινικό βλεννογόνο.

Η μελέτη αναφέρεται επίσης στη δραστική ουσία πιρφενιδόνη . Έχει δείξει επιτυχία στη θεραπεία της πνευμονικής ίνωσης μετά από long CoViD. Αν και ο μηχανισμός δράσης του δεν είναι πλήρως κατανοητός, θεωρείται ότι η πιρφενιδόνη καταστέλλει την παραγωγή TNFα και TGFβ.

Τέλος, αναφέρονται και η μετφορμίνη, η οποία συζητείται ως επιλογή για την κολπική μαρμαρυγή, μια ασθένεια που χαρακτηρίζεται από υψηλά επίπεδα TGFβ και TNFα στον ορό.

Η μετφορμίνη μειώνει σημαντικά την παραγωγή TGFβ στους καρδιομυοκύτταρα.

Επιπλέον, σύμφωνα με αναφορές, η μετφορμίνη μείωσε σημαντικά τη θνησιμότητα σε διαβητικούς μετά από λοίμωξη SARS-CoV-2 και οδήγησε στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης PCS.

Πηγές:
Πανεπιστήμιο Lübeck

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ι. Βαρδακαστάνης: Το αναπηρικό κίνημα συνεχίζει να αγωνίζεται και να διεκδικεί
Ενδυνάμωση των ασθενών: Καμπάνια ευαισθητοποίησης για την ενίσχυση υιοθέτησης της περιτοναϊκής κάθαρσης στην Ελλάδα
Ποιες τροφές αυξάνουν την καλή χοληστερόλη