Οι ερευνητές έχουν εντοπίσει δεκάδες γονίδια που δρουν διαφορετικά σε ανθρώπους με σχιζοφρένεια, εύρημα που μπορεί ενδεχομένως να βοηθήσει την έρευνα για νέα φάρμακα αντιμετώπισης της νόσου, ανακοίνωσαν ερευνητές.

Πολλά από αυτά τα 49 γονίδια που βρέθηκαν σε δείγματα εγκεφαλικού ιστού ανθρώπων με σχιζοφρένεια εμπλέκονται στη ρύθμιση του τρόπου με τον οποίο οι νευρώνες επικοινωνούν μεταξύ τους, υποδεικνύοντας ότι τα λανθασμένα σήματα μεταξύ τους μπορεί ενδεχομένως να προκαλούν τη νόσο.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια, Jackie de Belleroche, του Imperial College του Λονδίνου, είμαστε πιο κοντά στο να κατανοήσουμε ποιο είναι το πρόβλημα με τη σχιζοφρένεια να οδηγηθούμε προς την κατεύθυνση της στόχευσης της φαρμακευτικής αγωγής.

Σύμφωνα με την ερευνήτρια, το πρώτο βήμα προς βελτιωμένες θεραπείες για τη σχιζοφρένεια είναι να κατανοηθεί πραγματικά τι συμβαίνει, να ανακαλυφτεί ποια γονίδια εμπλέκονται και ο ρόλος τους. Η σχιζοφρένεια είναι περισσότερο συνήθης στους άντρες.

Αν και αντιψυχωσικά φάρμακα μπορεί να βοηθήσουν, δεν θεραπεύουν την ψυχική νόσο και μπορεί να οδηγήσουν σε παρενέργειες, όπως αύξηση του βάρους.

Έρευνες έχουν αποκαλύψει ότι η νόσος εμφανίζεται όταν ο εγκέφαλος παράγει μεγάλη ποσότητα ντοπαμίνης, ενώ άλλη θεωρία πρεσβεύει ότι το περίβλημα των νευρώνων έχει υποστεί βλάβη σε ανθρώπους με σχιζοφρένεια σημειώνουν η Belleroche και οι συνεργάτες της.

Η ερευνητική ομάδα, του Imperial College London και της GlaxoSmithKline Plc, ανέλυσε εγκεφαλικό ιστό 23 υγιών ανθρώπων και 28 αντρών και γυναικών με σχιζοφρένεια. Στη συνέχεια συνέκρινε τα δείγματα με παρόμοιου μεγέθους ομάδα στις ΗΠΑ.

Η έρευνα αποκάλυψε 49 γονίδια που δρουν διαφορετικά σε δείγμα ανθρώπων με σχιζοφρένεια, υποδεικνύοντας ότι οι ανωμαλίες στον τρόπο που μεταδίδονται τα σήματα από τον ένα νευρώνα στον άλλο ενέχονται στη νόσο, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Τα ευρήματα μπορούν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε νέους δρόμους, όπως εξετάσεις αίματος για ορισμένους δείκτες ή πιο εξειδικευμένες απεικονιστικές μεθόδους του εγκεφάλου, που θα βοηθήσουν στη διάγνωση της νόσου νωρίτερα από την αναμονή αλλαγής συμπεριφοράς κάποιου.

Οπως δήλωσε η ερευνήτρια, οι περισσότεροι ασθενείς διαγιγνώσκονται στην εφηβεία ή λίγο μετά τα 20, αλλά αν η διάγνωση μπορούσε να τεθεί νωρίτερα θα υπήρχε αποτελεσματικότερη αγωγή και καλύτερη ποιότητα ζωής.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Παιδιατρικό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης: Πρώτες εκσκαφές, κινήσεις για στελέχωση
Ιουλία Τσέτη στο iatronet.gr: Αυτό είναι το όραμά μου για τον ΣΕΒ
Απάντηση Γεωργιάδη στις αιτιάσεις για την κάλυψη του Conference Cup από το νοσοκομείο "Ευαγγελισμός"