Πολύ ψηλά στην ελληνική ατζέντα βρίσκεται αυτές τις μέρες το θέμα του πολυνομοσχεδίου που φέρνει το υπουργείο Υγείας για ψήφιση στη Βουλή.

Το σχέδιο νόμου αφορά μια σειρά ζητημάτων και διατάξεων που συζητούνται αποσπασματικά και δεν σχετίζονται απαραίτητα μεταξύ τους. Κεντρικός πυρήνας τους ειναι το θέμα του εκσυγχρονισμού και της αναμόρφωσης του θεσμικού πλαισίου για τις ιδιωτικές κλινικές στην Ελλάδα καθώς και το ζήτημα της σύστασης Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας και Εθνικού Ινστιτούτου Νεοπλασιών. Παράλληλα, τίθενται θέματα, όπως η επιβολή τελών σε καλλυντικά αλλά και τροποποιήσεις σε διατάξεις περί απαγορεύσεων διαφήμισης και εμπορίας για καπνικά προϊόντα.

Με αφορμή την τελευταία αυτή διάταξη και το περίφημο άρθρο 97 που έχει εγείρει αντιδράσεις στους κόλπους της επιστημονικής κοινότητας, ανοίγει ξανά η συζήτηση για το θέμα της καταπολέμησης του καπνίσματος και της εφαρμογής - ή μη - της αντικαπνιστικής νομοθεσίας στην Ελλάδα.

Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποιεί πως περισσότεροι από 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι θα συνεχίζουν να καπνίζουν ως το 2025, παρά το γεγονός πως οι βλαβερές επιπτώσεις του τσιγάρου έχουν πολλές φορές αναφερθεί και επισημανθεί. Είναι βέβαιο πως το να διακόψει κανείς το κάπνισμα είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή που μπορεί να κάνει.

Ωστόσο, υπάρχει μια μερίδα του πληθυσμού που επιλέγει να μη διακόψει αυτή τη συνήθεια ή επιχειρεί να απαγκιστρωθεί σταδιακά από το συμβατικό τσιγάρο χρησιμοποιώντας νέας γενιάς εναλλακτικά προϊόντα, όπως το ηλεκτρονικό τσιγάρο ή τα προϊόντα θέρμανσης – μη καύσης.

Το νομοσχέδιο που ίσχυε μέχρι πρότινος, λάμβανε υπόψιν την ύπαρξη των νεότερων καπνικών προϊόντων, όπως αυτά που προαναφέρθηκαν, και, μάλιστα, έδινε τη δυνατότητα στο Υπουργείο Υγείας να λαμβάνει αυτοβούλως την πρωτοβουλία να ενσωματώνει τις νέες αυτές εναλλακτικές στη μάχη κατά του καπνίσματος.

Έρευνες

Συγκεκριμένα, το υπουργείο Υγείας είχε τη δικαιοδοσία να συλλέγει και να αξιολογεί τα αποτελέσματα διαφόρων ερευνών από ανεξάρτητους φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού, προκειμένου να μπορεί να χαρακτηρίζει τα προϊόντα αυτά ως "προϊόντα μειωμένου κινδύνου", όχι αυθαίρετα, αλλά βάσει έγκυρων και εμπεριστατωμένων στοιχείων. Με τον τρόπο αυτό, το υπουργείο είχε τη δυνατότητα αλλά και την ευχέρεια να δίνει υπεύθυνα σε όσους αποφάσιζαν ότι δεν θέλουν να διακόψουν το κάπνισμα, κάποιες εναλλακτικές, απομακρύνοντάς τους έτσι από το παραδοσιακό τσιγάρο.

Αυτή τη στιγμή, ωστόσο, το υπουργείο αυτοαναιρείται. Η κυβέρνηση αποφασίζει να αγνοήσει τα ήδη υπάρχοντα στοιχεία από διάφορους οργανισμούς και προαποφασίζει πως η δυνητικά λιγότερο επιβλαβής επίδραση των νέων καπνικών προϊόντων δεν είναι πλέον σύμμαχος στη μάχη ενάντια στο κάπνισμα.

Το ζήτημα του καπνίσματος άπτεται του ενδιαφέροντος του εν λόγω υπουργείου, το οποίο οφείλει να αξιολογήσει κατά περίπτωση και με βάση επιστημονικά κριτήρια την όποια βλάβη προκαλεί το εκάστοτε προϊόν, παρέχοντας παράλληλα ενημέρωση και επιλογές στους ενήλικες καπνιστές που επιθυμούν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν καπνικά προϊόντα.

Ευρώπη

Ακολουθώντας το παράδειγμα χωρών του εξωτερικού, και ειδικότερα της δυτικής Ευρώπης, θα έπρεπε να ακολουθείται μια συμπαγής και μη αποσπασματική πολιτική τόσο για την καταπολέμηση του καπνίσματος όσο και για μια σοβαρή προσέγγιση σε ό,τι αφορά τον αντικαπνιστικό νόμο. Αντιθέτως, με τα νέα δεδομένα φαίνεται πως παρά τις επιστημονικές αποδείξεις, η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει.

Ακόμα και αν κάποια στιγμή στο μέλλον προκύψουν ακόμα περισσότερα επιστημονικά στοιχεία, απαγορεύεται, πλέον, να δηλωθεί ότι κάποιο από αυτά τα προϊόντα πραγματικά έχει μειωμένο κίνδυνο. Βάσει του νομοσχεδίου που βρίσκεται προς συζήτηση, δηλαδή, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι ή να κοινοποιηθεί ότι πρόκειται για προϊόν μειωμένου κινδύνου, αλλά αντιθέτως εξισώνεται απόλυτα με το συμβατικό τσιγάρο.

Και αυτό πηγαίνει την κοινωνία και την όλη συζήτηση περί βλάβης και απαγόρευσης του καπνίσματος αρκετά βήματα πίσω...

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Ογκολογικό "Μ. Βαρδινογιάννη": Νέα παράταση στην έναρξη λειτουργίας
Γεωργιάδης: Aυτοί που διαμαρτύρονται για τα απογευματινά χειρουργεία είναι το 1%
Καταγγελία: Σοβαρότατη έλλειψη σε ψυχοθεραπευτικά και άλλα φάρμακα