Γράφει ο Πέτρος Καρακίτσος Αναπληρωτής Καθηγητής Κυτταρολογίας, Διευθυντής Εργαστηρίου Διαγνωστικής Κυτταρολογίας Ε.Κ.Π.Α, Π.Γ.Ν. «Αττικόν», Εργαστήριο Διαγνωστικής Κυτταρολογίας Ε.Κ.Π.Α., Π.Γ.Ν. «Αττικόν»

Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας αποτελεί μία από τις κυριότερες κακοήθεις νόσους των γυναικών. Κάθε χρόνο διαγιγνώσκονται 500.000 νέα κρούσματα και καταγράφονται 250.000 θάνατοι παγκοσμίως. Σύμφωνα με όλα τα επιστημονικά δεδομένα η μόλυνση του τραχήλου της μήτρας από συγκεκριμένους τύπους του ιού (16, 18, 26, 31, 33, 35, 39, 45, 51, 52, 56, 58, 59, 66, 68, 73, 82), που ονομάζονται υψηλού κινδύνου, θεωρείται βασικός αιτιοπαθογενετικός παράγοντας του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Ειδικότερα, στο 70% των περιπτώσεων καρκίνου τραχήλου της μήτρας έχουν ανιχνευθεί οι τύποι 16 και 18 του ιού.

Η επίπτωση όμως της νόσου δεν είναι η ίδια σε όλες τις χώρες του κόσμου. Για το γεγονός αυτό καταλυτικό ρόλο φαίνεται ότι παίζει η καθιέρωση οργανωμένων προγραμμάτων πληθυσμιακού ελέγχου. Κυρίαρχη θέση σε αυτά τα προγράμματα κατέχουν η γυναικολογική εξέταση και η γνωστή σε όλους μας δοκιμασία, που ανέπτυξε στα 1930 ο Γεώργιος Παπανικολάου.

Το "τέστ Παπανικολάου" ουσιαστικά επιτρέπει την αναγνώριση κυτταρικών αλλοιώσεων στον τράχηλο της μήτρας που προκαλούνται από τον HPV και συσχετίζονται με αλλοιώσεις, η σωστή αντιμετώπιση των οποίων αποτρέπει την ανάπτυξη καρκινωμάτων.

Το "τεστ Παπανικολάου" λοιπόν δεν μπορεί να ανιχνεύσει τον HPV, ούτε να μας προστατεύει από τη λοίμωξη από αυτόν.

Σήμερα κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την τεράστια σημασία που έχουν τα οργανωμένα προγράμματα πληθυσμιακού ελέγχου με το "τεστ Παπανικολάου", καθόσον έχει μεταβληθεί η φυσική ιστορία της νόσου στις χώρες εκείνες, που τα εφαρμόζουν συστηματικά.

Ό,τι όμως είχαν να μας προσφέρουν αυτά τα προγράμματα το έχουν δώσει και ο λόγος είναι ότι ούτε το "τεστ Παπανικολάου" είναι τέλειο, ούτε η αποτελεσματικότητα αυτών των προγραμμάτων είναι ιδανική λόγω γραφειοκρατικών και άλλων προβλημάτων.

Έτσι λοιπόν, αν θέλουμε πραγματικά να μειώσουμε τη συχνότητα εμφάνισης νέων κρουσμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, θα πρέπει να εξετάσουμε νέες πρακτικές πρωτογενούς πρόληψης, όπου κυρίαρχος είναι ο ρόλος του εμβολίου, επειδή προστατεύει από τη μόλυνση με τους δύο πιο επικίνδυνους τύπους του HPV, τους 16 και 18.

Το 2007, είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για τη μάχη κατά του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, δεδομένου ότι στη χώρα μας κυκλοφορούν, ήδη, τα δύο εμβόλια (Gardasil και Cervarix), που υπόσχονται προστασία κατά 70% τουλάχιστον, από τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.

Και τα δύο εμβόλια βασίζονται στην ίδια λογική, την παραγωγή αντισωμάτων μνήμης. Το πλεονέκτημα του Cervarix έγκειται στο νέο ανοσοενισχυτικό, το οποίο περιέχει, επειδή είναι αυτό που επιτυγχάνει να ανεβαίνουν πολύ υψηλά τα επίπεδα των αντισωμάτων και έναντι του τύπου 16 του ιού HPV και έναντι του τύπου 18 του ιού HPV για μεγαλύτερη χρονική διάρκεια προστασίας.

Επίσης, φαίνεται ότι το Cervarix μπορεί επιπλέον να προσφέρει και διασταυρούμενη προστασία από τους τύπους 45 και 31, που είναι κι αυτοί ογκογόνοι, γεγονός που υπόσχεται ακόμα υψηλότερη προστασία αν αναλογισθεί κανείς ότι οι τέσσερις αυτοί τύποι (16, 18, 31,45) είναι υπεύθυνοι για πάνω από το 80% των περιστατικών καρκίνου του τραχήλου της μήτρας.

Σταδιακά, όλες οι ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης εντάσσουν τα εμβόλια αυτά στα Εθνικά Προγράμματα Εμβολιασμού τους. Θετικές είναι οι εξελίξεις και στην Ελλάδα, αφού ο Υπουργός Υγείας πρόσφατα ενέταξε τα εμβόλια κατά του HPV στο Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού: γεγονός, που υπόσχεται να αντιμετωπίσει ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα μας, επειδή η Ελλάδα υπολείπεται των άλλων κρατών της Ευρωζώνης αναφορικά με την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, λόγω απουσίας εθνικού προγράμματος προληπτικού ελέγχου, αρχείου νεοπλασιών και του πολύ χαμηλού ποσοστού των Ελληνίδων που ελέγχονται κάθε χρόνο με "τεστ Παπανικολάου".

Επιπλέον, με βάση επιδημιολογικά δεδομένα του Εργαστηρίου Διαγνωστικής Κυτταρολογίας του ΠΓΝ "Αττικόν" μετά από ανάλυση με τεχνολογία αιχμής 6.000 περιστατικών από το 2000 μέχρι σήμερα, το ποσοστό λοίμωξης στον ελληνικό πληθυσμό είναι περίπου αντίστοιχο με εκείνο του αστικού πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών.

Στις γυναίκες δε ηλικίας μεγαλύτερης των 25 ετών με παθολογικά ευρήματα, η παροδική λοίμωξη από τον ιό HPV εμφανίστηκε σε ποσοστό 20%, ενώ η ενσωματωμένη λοίμωξη - αυτή δηλαδή που μπορεί να οδηγήσει στον καρκίνο- σε ποσοστό 80%.

Αυτά τα ευρήματα μας επιτρέπουν να αναμένουμε και στην Ελλάδα τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα που παρέχονται διεθνώς με την εφαρμογή του μοντέλου πρόβλεψης της αναμενόμενης επίπτωσης του εμβολιασμού στις βαριές δυσπλασίες, σύμφωνα με το οποίο:

  • εάν εμβολιαστούν μόνο τα κορίτσια ηλικίας 12 έως 15 ετών, η αναμενόμενη μείωση κατά 50% της εμφάνισης νέων κρουσμάτων σοβαρού βαθμού ενδοεπιθηλιακής αλλοίωσης θα έλθει μετά από 25 χρόνια
  • εάν αυξήσουμε το ηλικιακό όριο εμβολιασμού, μεταξύ 12 και 26 ετών τότε αναμένουμε το ίδιο ποσοστό σε 15 χρόνια
  • ενώ, εάν εμβολιάσουμε ένα εύρος ηλικιών 12 ως 55 ετών θα πετύχουμε τη μείωση της εμφάνισης σοβαρού βαθμού ενδοεπιθηλιακών αλλοιώσεων κατά 50% μέσα σε μόλις 5 χρόνια περίπου

Προκειμένου να αποφασισθεί ποιο από τα τρία προηγούμενα σενάρια θα ήταν σκόπιμο να εφαρμοσθεί σε συνάρτηση με το κόστος, οφείλουμε μια αξιόπιστη απάντηση σε σχέση με το πραγματικό κόστος μιας νόσου, όπως ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας.

Όπως είναι γνωστό, ένας σημαντικός λόγος αποτυχίας των προγραμμάτων δευτερογενούς πληθυσμιακού ελέγχου είναι η ανησυχία που προκαλείται στη γυναίκα που αναμένει τα αποτελέσματα της κυτταρολογικής εξέτασης, της κολποσκόπησης, της βιοψίας ή και της τυποποίησης του HPV με συνακόλουθα ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο στο οικογενειακό, κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον.

Ειδικότερα για μια γυναίκα με καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, τα προβλήματα είναι πάρα πολύ σημαντικά λόγω έντονης συναισθηματικής εξάντλησης και δραματικής μείωσης της ποιότητας ζωής τόσο της ιδίας όσο και των μελών της οικογένειας της, και με ορατό τον κίνδυνο απώλειας της ζωής της.

Είναι λοιπόν εύκολα κατανοητό ότι το πραγματικό κόστος της αντιμετώπισης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, με τα μέχρι σήμερα μέτρα που διαθέτουμε είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που φαινομενικά αντιλαμβανόμαστε και συνεπώς η ανάπτυξη προγράμματος πρωτογενούς πρόληψης με ενσωμάτωση μαζικού εμβολιασμού κατά του HPV αποτελεί ανεκτίμητης αξίας επένδυση στη δημόσια υγεία.

Συμπερασματικά, η μαζική εφαρμογή του εμβολιασμού κατά του HPV θα μπορούσε να μειώσει σε ποσοστό πάνω από 70% την εμφάνιση νέων κρουσμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας. Εάν κάθε χρόνο οι γυναίκες κάνουν τακτικά το Παπ τεστ και εμβολιάζονταν ένα εύρος ηλικιών από 12 έως 55 ετών, μετά από 5 χρόνια θα είχαμε κάθε χρόνο μείωση εμφάνισης νέων κρουσμάτων καρκίνου του τραχήλου της μήτρας κατά 94% τουλάχιστον.

Ο εμβολιασμός δεν προϋποθέτει απουσία σεξουαλικής ζωής και δεν απαιτεί κανένα προληπτικό έλεγχο. Όταν μιλάμε για την αξία ενός οργανωμένου προγράμματος πρόληψης - πρωτογενούς και δευτερογενούς - δεν μπορεί να μιλάμε για άμεσο κόστος, αλλά για το ευεργετικό αποτέλεσμα αυτής καθεαυτής της πρόληψης στην αξία της ανθρώπινης ζωής.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Mυοσκελετικές ενοχλήσεις: Ζεστό ή κρύο επίθεμα;
Ολοκληρώθηκε η εξαγορά της Gracell Biotechnologies Inc. από την AstraZeneca
Νεανικά ρευματικά νοσήματα: Αιτιολογία, νέες θεραπείες, ο ρόλος του παιδιάτρου