Μια σχέση μας προσφέρει πολύ σημαντικά συναισθήματα, καλύπτει ίσως και κάποιες ανάγκες, και γνωρίζουμε πως πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα. Τι συμβαίνει όμως όταν ξεπερνούμε τα όρια και ανακαλύπτουμε ότι έχουμε αποκτήσει εμμονή με τους ανθρώπους στη ζωή μας;

Η αλληλεξάρτηση δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά η παραδοχή της είναι δύσκολη: αυτό συμβαίνει γιατί ολόκληρη αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από άρνηση, με το άτομο να επιμένει πως τα προβλήματά του μπορούν να επιλυθούν μονάχα μέσω ενός άλλου ατόμου. Συχνότερα, η αλληλεξάρτηση ξεκινά από δυσλειτουργικές οικογένειες. Ένα παιδί, για παράδειγμα, που έχει πληγωθεί σε μικρή ηλικία, χάνει τον αυθεντικό εαυτό του και τον αντικαθιστά με μια ψευδή αίσθηση εαυτού, που αναλαμβάνει τον έλεγχο της ζωής του. Όσο περισσότερος καιρός περνάει με αυτή την “αποσυνδεδεμένη” ζωή, δημιουργείται ένα κενό μέσα στον άνθρωπο, που πρέπει να γεμίσει με άλλους ανθρώπους. Με πιο απλά λόγια; Το άτομο δεν μπορεί να ζήσει μόνο του.

Αυτή η ανάγκη για επιβεβαίωση από άλλους και η συνεχής εμμονή με τους υπόλοιπους ανθρώπους οδηγεί το άτομο να μην ενδιαφέρεται για τον εαυτό του και ανησυχεί συνεχώς για το τι σκέφτονται οι άλλοι. Αισθάνονται συνεχώς πως αυτό που βιώνουν δεν είναι αρκετό. Η λογική είναι παρόμοια με αυτήν ενός εθισμένου ατόμου, που χρειάζεται κάποια ουσία ώστε να νιώσει ανακούφιση. Το εξαρτημένο από τον σύντροφό του άτομο χρειάζεται να βρίσκεται πάντα σε μια σχέση ώστε να λαμβάνει αξία μέσω των άλλων. Τις περισσότερες φορές, αυτή η συμπεριφορά ξεφεύγει από τον έλεγχο και το άτομο γίνεται αυτοκαταστροφικό. Δεν είναι λίγες οι φορές που ένα εξαρτημένο άτομο θα μείνει για αρκετό καιρό σε μία τοξική σχέση ή κατάσταση, απλά και μόνο επειδή δεν θέλει να χάσει την επιβεβαίωση—ένα χαρακτηριστικό που εμφανίζεται σε όλα τα είδη εθισμού.

Τα καλά νέα είναι πως, όπως και με τους άλλους εθισμούς, είναι δυνατό να ξεπεράσουμε την αλληλεξάρτηση. Το πρώτο μεγάλο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε την κατάσταση. Τα πιο τυπικά χαρακτηριστικά αυτών των ατόμων είναι τα εξής:

  • Χαμηλή αυτοπεποίθηση: Ακριβώς για αυτόν τον λόγο βασίζονται στην επιβεβαίωση των άλλων για να νιώσουν καλά με τον εαυτό τους.
  • Αδυναμία να θέσουν όρια: Είτε μέσα στη σχέση τους, είτε στον εαυτό τους – για παράδειγμα, το να γνωρίζουν πότε η συμπεριφορά τους δεν είναι σωστή.
  • Δυσκολία στο να είναι ρεαλιστές: Για αυτό και προβάλλουν πάνω στους υπόλοιπους ανθρώπους αυτά που χρειάζονται να δουν. Μπορεί να εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία από μηχανισμούς ψυχολογικής άμυνας.
  • Αδυναμία να φροντίσουν επαρκώς τον εαυτό τους: Συχνά δεν γνωρίζουν ποιες είναι οι αληθινές τους ανάγκες.
  • Αδυναμία να εκφράσουν τα συναισθήματά τους με μετριοπάθεια: Αυτό συχνά τους κάνει να καταφεύγουν σε εκρήξεις θυμού και σε πολύ έντονη απογοήτευση, ή στην καταπίεση των συναισθημάτων τους, μέχρι να αρρωστήσουν.
  • Βιώνουν συχνά επίπονα συναισθήματα: Ντροπή, οργή, μνησικακία, φόβο και άγχος σχετικά με το αν θα τους κρίνουν αρνητικά ή αν θα τους απορρίψουν. Τα αισθήματα κατάθλιψης και απόγνωσης είναι αρκετά συχνό φαινόμενο, και πολλές φορές αρνούνται εντελώς να μιλήσουν για αυτά που νιώθουν, φοβούμενοι ότι θα δεχτούν απόρριψη.

Είναι σημαντικό αυτά τα άτομα να έλθουν ξανά σε επαφή με τον αυθεντικό τους εαυτό. Να αναγνωρίσουν τις αληθινές τους ανάγκες και να ξεκινήσουν να φέρονται καλύτερα στον εαυτό τους. Να μάθουν να ζουν με ειλικρίνεια και αρμονικά με τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Τέλος, είναι υψίστης σημασίας να μάθουν να ζουν χωρίς να έχουν την ανάγκη επιβεβαίωσης από εξωτερικούς παράγοντες.

Επιμέλεια: Θοδωρής Διάκος

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Β. Παπαευαγγέλου: Παράλληλη αύξηση κρουσμάτων κοκκύτη και ιλαράς - Ο ρόλος του εμβολιασμού
Το ποντάρισμα των traders στην ψυχεδελική αναγέννηση
CoViD: 4 θάνατοι την τελευταία εβδομάδα - 1 από γρίπη