Η καταγραφή των πραγματικών αναγκών του πληθυσμού, η προτεραιοποίηση των δαπανών που έχουν τα νοσοκομεία, η αύξηση του προϋπολογισμού για τα νοσοκομειακά φάρμακα, ο ορθολογικός καταλογισμός της υπέρβασης στις εταιρείες, η δημιουργία ενός Κεντρικού Φορέα που θα συγκεντρώσει τις δαπάνες των νοσοκομείων και θα αξιοποιήσει την αποτύπωση των σχετικών στοιχείων, η αξιοποίηση των πληροφοριακών συστημάτων κ.α.

Αυτά ήταν, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, μερικά από τα θέματα που τέθηκαν επί τάπητος στην κλειστή συνάντηση που πραγματοποιήθηκε προχθές και στην οποία όπως μάθαμε, συμμετείχαν 6 φαρμακευτικές εταιρείες, oι πωλήσεις των οποίων προέρχονται κατά βάση από νοσοκομειακά σκευάσματα -εκτός από μία που πρωταγωνιστεί στα εμβόλια ενώ έχει σημαντική παρουσία και στα ιδιωτικά φαρμακεία- καθώς και εκπρόσωποι από τον ΕΟΠΥΥ, το ΙΦΕΤ, το Νοσοκομείο Αγ. Σάββα, το Αττικόν, το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής αλλά και εκπρόσωποι Συλλόγων Ασθενών. Με κάθε επιφύλαξη, φήμες λένε ότι στη συγκεκριμένη συνάντηση δεν υπήρχε εκπρόσωπος της ΕΚΑΠΥ, γεγονός που προκάλεσε εντύπωση, καθώς ο φορέας αυτός έχει αναλάβει τους διαγωνισμούς και τις προμήθειες των νοσοκομείων, ενώ από την προσεχή Δευτέρα (αναμένεται και η σχετική Υπουργική απόφαση) παίρνει επ'ώμου και τα Φάρμακα Υψηλού Κόστους που έχει κλείσει η διαπραγμάτευσή τους. 

Σύμφωνα πάντα με πληροφορίες, έγινε κατανοητό από όλους και συμφώνησαν ότι το clawback στα καινοτόμα σκευάσματα όταν φτάνει στο 60%, ενώ αυξάνεται στο 70% για φάρμακα που κοστίζουν πάνω από 30 ευρώ έχει δημιουργήσει μία αφόρητη πίεση στις επιχειρήσεις, βάζοντας σε αβεβαιότητα την πορεία τους, ενώ αναχαιτίζει και την εισαγωγή των νέων καινοτόμων σκευασμάτων στην αγορά με ότι αυτό συνεπάγεται για τον ασθενή. Επίσης έγινε κατανοητό, ότι ακόμη και μία αύξηση του σχετικού προϋπολογισμού είναι μέρος της λύσης και όχι η λύση, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει από τη στιγμή που δεν υπάρχει ένας φορέας να συγκεντρώσει τις δαπάνες κάθε νοσοκομείου και εν συνεχεία να τις αξιοποιήσει χαράζοντας την καλύτερη δυνατή πολιτική υγείας. 

Υπενθυμίζεται ότι η δημόσια νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη για τα νοσοκομεία του ΕΣΥ καθορίστηκε στα 553 εκατ. ευρώ για το 2021 μειωμένη κατά -13,1% σε σχέση με το 2015 (764 εκατ. ευρώ), πριν την επιβολή κλειστού προϋπολογισμού. Η συνεχόμενη μείωση της δημόσιας νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της συμμετοχής της φαρμακοβιομηχανίας (μέσω των μηχανισμών αυτόματης επιστροφής και υποχρεωτικών και εθελοντικών εκπτώσεων), η οποία για το 2021 έφτασε τα 728 εκατ. ευρώ, έναντι 260 εκατ. το 2016.  

Πρόσβαση ασθενών σε καινοτόμες θεραπείες

Η Καινοτομία στην Ελλάδα δεν επιβραβεύεται αλλά τιμωρείται. Και αυτή είναι μία άποψη που έχει ακουστεί πολλές φορές και από εταιρείες αλλά και Συνδέσμους Φαρμακευτικών Εταιρειών. Oπως λέγεται, όταν το Clawback έχει φτάσει στο 70% (νοσοκομειακά φάρμακα) τότε η βιωσιμότητα του συστήματος υγείας και η πρόσβαση των ασθενών στα μελλοντικά καινοτόμα ή ακόμη και σε παρόντα φάρμακα, τίθεται εν αμφιβόλω.

Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2023 από την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Φαρμακευτικών Βιομηχανιών (EFPIA), για τη χρονική περίοδο 2018-2021, από τα 168 καινοτόμα φάρμακα που έλαβαν κεντρική άδεια κυκλοφορίας από τον ΕΜΑ, τα 90 σκευάσματα είναι διαθέσιμα στον Έλληνα ασθενή, δηλαδή το 54% των εγκεκριμένων καινοτόμων φαρμάκων έναντι του 47% που αποτελεί τον μέσο όρο της ΕΕ.

Ωστόσο, ενώ σε ευρωπαϊκό επίπεδο η διαθεσιμότητα των νέων καινοτόμων φαρμάκων εμφανίζεται ικανοποιητική συγκριτικά με τον μέσο όρο, η πλειοψηφία των αποζημιούμενων
φαρμάκων εμφανίζεται ως περιορισμένης και όχι πλήρους διαθεσιμότητας. Ειδικότερα, το 58% των διαθέσιμων νέων φαρμάκων στην Ελλάδα, έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου 37%,
βρίσκονται σε καθεστώς περιορισμένης διαθεσιμότητας ή αποζημίωσης, αντικατοπτρίζοντας κυρίως τα φάρμακα τα οποία διατίθενται μέσω ΙΦΕΤ και Συστήματος Ηλεκτρονικής Προέγκρισης (ΣΗΠ).

Τέλος, αναφορικά με τον χρόνο που απαιτείται από την ημερομηνία έγκρισης των φαρμάκων από τον ΕΜΑ έως την ημερομηνία αποζημίωσής τους από τα συστήματα υγείας, η Ελλάδα υστερεί σημαντικά στο χρόνο αποζημίωσης μιας νέας θεραπείας συγκριτικά με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς σύμφωνα με τη μελέτη, αυτός υπολογίζεται ίσος με 674 ημέρες (έναντι 517 ημερών στις χώρες τις Ε.Ε.).

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Επίσκεψη Κυριάκου Μητσοτάκη στο ΚΑΤ
Συμβουλές αυτοφροντίδας που θα κάνουν τη διαφορά
Κ. Νταλούκας: Καθησυχαστικός για τα κρούσματα λοίμωξης από παρβοϊό