Νέα έρευνα υποδεικνύει ότι οι νυχτερινές βάρδιες και τα ακατάστατα εργασιακά ωράρια μπορούν να επηρεάσουν την υγεία δεκαετίες αργότερα. Η μελέτη, του New York University, έδειξε ότι ασταθή εργασιακά ωράρια στην ηλικία των 20 μπορούν να οδηγήσουν σε προβλήματα ύπνου και φτωχή σωματική και ψυχική υγεία στην ηλικία των 50.

Φαίνεται πως το παραδοσιακό ωράριο 9-5 ήταν το πιο προστατευτικό για την υγεία, κατά τη διάρκεια της ζωής κάποιου.

Σε σύγκριση με όσους εργάζονταν Δευτέρα ως Παρασκευή 9-5, νεαροί ενήλικες κοιμόνταν λιγότερο και χειρότερα ενώ ήταν επίσης πιο πιθανό να έχουν αισθήματα κατάθλιψης 30 χρόνια αργότερα.

Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από τον Wen-Jui Han περιέλαβε πληροφορίες 7.000 ανθρώπων στις ΗΠΑ για διάστημα 30 ετών. Μόνο ένας στους 4 πάντα εργαζόταν με σταθερό ωράριο και σταθερές ώρες.

Ποσοστό 35% εργαζόταν κυρίως σε φυσιολογικό ωράριο ενώ το 17% άρχισε στο σύνηθες ωράριο στα 20 πριν αλλάξει σε ασταθές στην ηλικία των 30.

Το ασταθές ωράριο περιλάμβανε εργασία τις βραδινές ώρες, νυχτερινές βάρδιες ή προγράμματα με συνεχείς αλλαγές στα καθημερινά ωράρια.

Οι μεγαλύτερες διαφορές στην υγεία παρατηρήθηκαν σε εργαζόμενους που ξεκίνησαν τη σταδιοδρομία τους με φυσιολογικό ωράριο πριν μετακινηθούν στην ηλικία των 30 σε πιο ασταθές.

Η επίπτωση στην υγεία ήταν παρόμοια με την επίδραση του να έχει κάποιος εκπαίδευση λυκείου μόνο.

Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο PLOS One, έδειξε ότι το να μην μπορεί κάποιος να εργάζεται 9-5 ενδεχομένως οδηγεί σε φτωχή ποιότητα ύπνου, σωματική κούραση και συναισθηματική εξάντληση. Όλα αυτά μπορούν να αφήσουν το σώμα ευάλωτο σε νόσους αργότερα.

 

Πηγές:
PLOS One,

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Νέα εκστρατεία ενημέρωσης για την ατοπική δερματίτιδα
Πώς μπορεί η βιταμίνη D να βελτιώσει την ανοσία έναντι του καρκίνου [μελέτη]
Πώς θα αυξήσω την πρόσληψη φυτικών ινών χωρίς να φουσκώνω