Το ποσοστό των ενηλίκων με συμπτώματα κατάθλιψης έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη του γερμανικού περιοιδικού "Deutsches Ärzteblatt", επηρεάζονται κυρίως άτομα με χαμηλό εισόδημα, αλλά και άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης.

Οι ειδικοί διαπιστώνουν μια αυξανόμενη κοινωνικοοικονομική διαίρεση στην ψυχική υγεία του πληθυσμού.

Φυσικές καταστροφές, οικονομικές κρίσεις, επιδημίες ή ένοπλες συγκρούσεις μπορούν να επιβαρύνουν την ψυχική υγεία ολόκληρου του πληθυσμού. Τα τελευταία χρόνια, στη Γερμανία υπήρξαν αρκετοί τέτοιοι συλλογικοί παράγοντες άγχους.

Εκτός από την επιδημία CοViD-19, ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή, αλλά και οι οικονομικές κρίσεις με μειωμένο ωράριο εργασίας, ανεργία, ύφεση και υψηλό πληθωρισμό έχουν προκαλέσει ανασφάλεια σε πολλούς ανθρώπους.

Οι συνέπειες φάνηκαν στις τακτικές έρευνες που διεξάγει το Ινστιτούτο Robert Koch (RKI) στο Βερολίνο στο πλαίσιο του προγράμματος GEDA ("Gesundheit in Deutschland aktuell", Υγεία στη Γερμανία σήμερα). Από το 2019 έως το 2021, περίπου 1.000 άτομα ερωτήθηκαν τηλεφωνικά κάθε μήνα. Από το 2022 έως το 2024, 2.000 έως 4.000 ενήλικες συμμετείχαν στις τακτικές έρευνες.

Εκτός από πληροφορίες σχετικά με την εκπαίδευση και το εισόδημα, μέρος της έρευνας αποτελεί και το "Patient-Health-Questionnaire-2" (PHQ-2).

Ερευνά "καταθλιπτικές διαθέσεις" και "απώλεια ενδιαφέροντος", που είναι 2 από τα 9 κριτήρια μιας μείζονος κατάθλιψης. Το PHQ-2 δεν μπορεί να διαγνώσει κατάθλιψη, αλλά είναι ένα έγκυρο εργαλείο για ψυχικές πιέσεις που μπορούν να οδηγήσουν σε κατάθλιψη. 

Η αξιολόγηση των απαντήσεων από μια ομάδα του RKI υπό την ηγεσία του Jens Hoebel επιβεβαιώνει αρχικά το γνωστό γεγονός ότι τα άτομα με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και/ή χαμηλό εισόδημα υποφέρουν συχνότερα από συμπτώματα κατάθλιψης.

Το 2019, το 13,3 % των ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο (δημοτικό και γυμνάσιο) παρουσίαζαν συμπτώματα κατάθλιψης. Στην ομάδα με μέσο μορφωτικό επίπεδο (απολυτήριο γυμνασίου και λυκείου) το ποσοστό ήταν 10,7 % και στην ομάδα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (πανεπιστήμιο και τεχνικό πανεπιστήμιο) 5,6 %.

Όσον αφορά το εισόδημα, στην ομάδα με το χαμηλότερο εισόδημα (πεντημόριο 1 του ετήσιου εισοδήματος) το 16,0% των ατόμων παρουσίαζε συμπτώματα κατάθλιψης. Στην ομάδα με το μεσαίο εισόδημα (πεντημόρια 2-4) το 10,3% και στην ομάδα με το υψηλότερο εισόδημα (πεντημόριο 5) το 6,0% των ερωτηθέντων ανέφερε συμπτώματα κατάθλιψης.

 Το 2024, η επικράτηση είχε αυξηθεί σε όλες τις ομάδες: Τώρα, το 29,3 % των ατόμων με χαμηλό, το 21,9 % με μέσο και το 11,2 % με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης παρουσίαζαν εμφανή επιβάρυνση από συμπτώματα κατάθλιψης.

Όσον αφορά το εισόδημα, το ποσοστό ήταν 32,9 % των ατόμων στην κατώτερη ομάδα, 22,1 % στη μεσαία ομάδα και 8,4 % στην ανώτερη ομάδα.

Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόλυτη διαφορά στην επικράτηση μεταξύ της χαμηλότερης και της υψηλότερης ομάδας έχει αυξηθεί σημαντικά: από 10 % το 2019 σε 22 % το 2024 όσον αφορά το μορφωτικό επίπεδο και από 12 % σε 30 % όσον αφορά το εισόδημα.

Πηγές:
Deutsches Ärzteblatt - Ινστιτούτο Robert Koch

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Λάρισα: Ανοικτή συζήτηση κατά της διάλυσης της Παιδιατρικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου
Προχωρημένες επαφές για πώληση της Innovis Pharma
Πρώτη προκήρυξη για 53 μόνιμους ψυχιάτρους του Εθνικού Δικτύου Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας (ΕΔΥΨΥ)