Αγγλικός όρος

respiratory acidosis

Ορισμός

Η οξέωση που προκαλείται από ανεπαρκή αερισμό και την επακόλουθη κατακράτηση του διοξειδίου του άνθρακα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Ο ασθενής με υποψία οξείας αναπνευστικής οξέωσης παρακολουθείται με την μέτρηση των τιμών των αερίων αίματος, το επίπεδο συνείδησης και τον προσανατολισμό ως προς τον χρόνο, τον τόπο και τα άτομα. Ο ασθενής επίσης εκτιμάται εάν έχει εφίδρωση, λεπτό και πτερυγοειδή τρόμο (αστηριξία), καταστολή των αντανακλαστικών του και καρδιακές αρρυθμίες. Επίσης, παρακολουθούνται τα ζωτικά σημεία και ο τύπος της αναπνοής, ενώ θα πρέπει να αναφέρονται τυχόν δυσκολίες στην αναπνοή όπως είναι η δύσπνοια. Ενδοφλέβια υγρά χορηγούνται για την ενυδάτωση του ασθενούς. Ο ασθενής θα πρέπει να κατατοπίζεται όσο συχνά είναι αναγκαίο, θα πρέπει να του παρέχονται πληροφορίες και να καθησυχάζεται τόσο ο ασθενής όσο και η οικογένεια του προκειμένου να περιοριστεί ο φόβος και η ανησυχία τους. Παρέχονται μέτρα για την αντιμετώπιση της σχετιζόμενης υποξαιμίας και των υποκείμενων καταστάσεων, η ανταπόκριση του ασθενούς σε αυτά τα θεραπευτικά μέτρα θα πρέπει να αξιολογείται και θα πρέπει ο ασθενής να εκπαιδεύεται για τα ζητήματα που αφορούν την κατάστασή του. Άτομο εξειδικευμένο για τις διαταραχές της αναπνοής συνεργάζεται με τον θεράποντα ιατρό προκειμένου να εκτιμηθεί το πότε είναι αναγκαίο να γίνει διασωλήνωση και να τεθεί ο ασθενής με οξεία αναπνευστική οξέωση σε μηχανικό αερισμό. Εφόσον ο ασθενής διασωληνωθεί και τεθεί σε μηχανικό αερισμό, ο ειδικός θα πρέπει να παρακολουθεί τον ασθενή ώστε να διατηρούνται οι αεραγωγοί του ανοικτοί και ο αερισμός θετικής πίεσης είναι ανεκτός από τον ασθενή. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αξιολογεί τακτικά τον ασθενή κάθε 1 με 2 λεπτά και τον αναπνευστήρα και να ενημερώνει τον θεράποντα ιατρό σχετικά με τυχόν παρενέργειες.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η οξεία αναπνευστική οξέωση είναι επείγουσα ιατρική κατάσταση για την αντιμετώπιση της οποίας είναι αναγκαίο να καταβάλλεται άμεσα προσπάθεια για τον βελτίωση του αερισμού του ασθενούς.

Συνώνυμο

carbon dioxide acidosis