Ιατρικό Λεξικό - Λήμματα από Ρ

Βρέθηκαν 21 λήμματα

Ραβδομυόλυση

Οξεία και μερικές φορές θανατηφόρος ασθένεια, κατά την οποία τα υποπροϊόντα της λύσης των μυϊκών κυττάρων συσσωρεύονται στα νεφρικά σωληνάρια και οδηγούν σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Η ραβδομυόλυ...

Ράδιο

Μεταλλικό στοιχείο που συναντάται σε πολύ μικρές ποσότητες σε μεταλλεύματα ουρανίου όπως στον πισσουρανίτη. Ατομικός αριθμός 88, ατομικό βάρος 226, χρόνος ημίσειας ζωής 1622 έτη. Είναι ραδιενεργό...

Ραιβόκρανο

Άκαμπτος λαιμός που συνδέεται με μυϊκό σπασμό, κλασσικά προκαλώντας σύσπαση πλευρικής κάμψης του μυϊκού συστήματος των αυχενικών σπονδύλων. Μπορεί να είναι συγγενής ή όχι. Οι μύες που προσβάλλοντα...

Ρακεμική επινεφρίνη

Μείγμα δεξιόστροφων και αριστερόστροφων ισομερών επινεφρίνης το οποίο όταν νεφελοποιηθεί, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της ψευ-δομεμβρανώδους λαρυγγίτιδας και της βρογ-χιολίτιδας. Το ...

Ραχιαίος πόνος

Αίσθηση πόνου στην ή κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης ή στο μυϊκό σύστημα της οπίσθιας επιφάνειας του θώρακα. Χαρακτηρίζεται συνήθως από αμβλύ, συνεχή πόνο και ευαισθησία των μυών ή των προσφύσ...

Ραχίτιδα

Νόσος της ανάπτυξης των οστών στα παιδιά, συχνότερα ως αποτέλεσμα ανεπάρκειας βιταμίνης D, που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή εναπόθεση μεταλλικών στοιχείων στους χόνδρους και τα νεοσχηματιζόμενα οστά, μ...

Ρενίνη

Ένζυμο που παράγεται από τους νεφρούς, το οποίο καταλύει τη μετατροπή του αγγειοτασινογόνου σε αγγειοτασίνη Ι, και στη συνέχεια μετατρέπεται σε αγγειοτασίνη ΙΙ, η οποία διεγείρει την αγγειοσύσπασ...

Ρετινόλη

Μορφή της βιταμίνης Α που ανευρίσκεται στα ηπατικά έλαια ψαριών....

Ρευματικός πυρετός

Πολυσυστηματική, εμπύρετος φλεγμονώδης νόσος, που αποτελεί μακροπρόθεσμη επιπλοκή ατελώς θεραπευθείσας στρεπτοκοκκικής φαρυγγικής λοίμωξης από στελέχη της ομάδας Α. Πιστεύεται ότι οφείλεται σε αυτοάνο...

Ρευματισμός

Γενική, αλλά μάλλον παρωχημένη ορολογία για οξείες και χρόνιες καταστάσεις, που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή, μυϊκή ευαισθησία και ακαμψία και άλγος στις αρθρώσεις και τις παρακείμενες δομές. Πε...

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Χρόνιο συστηματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από φλεγμονή πολλαπλών αρθρικών επιφανειών. Το νόσημα συνήθως προσβάλλει παρόμοιες ομάδες αρθρώσεων και στις δύο πλευρές του σώματος και μπορεί να προ...

Ρευματοειδής παράγοντας

Αντισώματα, που παράγονται από τον οργανισμό έναντι των ανοσοσφαιρινών. Είναι παρόντα σε σχεδόν 80% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα και σε πολλους ασθενείς με άλλες ρευματολογικές και φλεγμ...

Δείτε τα λήμματα αλφαβητικά
Συνεργασία Mendor Editions & Taber's Ιατρικό Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό