Αγγλικός όρος

dialysis

Ορισμός

1. Ώσμωσις. Η διέλευση μιας διαλελυμένης ουσίας μέσω μιας μεμβράνης.

2. Κάθαρση. Η διαδικασία διάχυσης του αίματος σε μια ημιδιαπερατή μεμβράνη για την απομάκρυνση των τοξικών υλικών και τη διατήρηση της οξεοβασικής ισορροπίας, αλλά και της ισορροπίας των υγρών και των ηλεκτρολυτών, σε περιπτώσεις ανεπαρκούς νεφρικής λειτουργίας ή απουσίας των νεφρών.

Ετυμολογία

[Ελλ. diα, μέσω + lysis, διάλυση]

Υπώνυμος όρος


chronic ambulatory peritoneal dialysis
continuous ambulatory peritoneal dialysis
continuous cyclic peritoneal dialysis
dialysis dose
intermittent peritoneal dialysis
peritoneal dialysis
renal dialysis