Αγγλικός όρος

interstitial lung disorders

Ορισμός

Μία μεγάλη ομάδα νόσων με διαφορετικά αίτια αλλά με τις ίδια ή παρόμοιες κλινικές και παθολογοανατομικές μεταβολές. Αυτές οφείλονται σε χρόνιες, καλοήθεις, μη φλεγμονώδεις νόσους του κατώτερου αναπνευστικού που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή και διάσπαση των κυψελιδικών τοιχωμάτων. Αυτό κλινικά εκδηλώνεται ως περιορισμός της ικανότητας των πνευμόνων να μεταφέρουν οξυγόνο από τις κυψελίδες στα πνευμονικά τριχοειδή. Οι ασθενείς με αυτές τις διαταραχές αρχικά εμφανίζουν δύσπνοια στην διάρκεια της άσκησης και αργότερα, καθώς η νόσος εξελίσσεται, ακόμη και στην ανάπαυση.

Υπάρχουν περίπου 180 διαφορετικοί τύποι ILD, πολλοί από τους οποίους είναι ελάχιστα κατανοητοί. Στις γνωστές αιτίες περιλαμβάνονται η εισπνοή ερεθιστικών ή τοξικών περιβαντολλογικών παραγόντων όπως οι οργανικές σκόνες, οι ατμοί, τα αέρια και οι ανόργανες σκόνες, τα φάρμακα, η ακτινοβολία, η πνευμονία από εισρόφηση, και οι συνέπειες του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας.

Συντομογραφία

ILD

Κύριος όρος

interstitial