Αγγλικός όρος

mood disorder

Ορισμός

Κάθε ψυχική διαταραχή που έχει μια διαταραχή της διάθεσης σαν κυρίαρχο γνώρισμα. Στο DSM-IV, αυτές έχουν διαιρεθεί σε επεισόδια διαταραχής της διάθεσης, διαταραχές διάθεσης και προσδιοριστές που περιγράφουν είτε το πιο πρόσφατο επεισόδιο διαταραχής της διάθεσης ή την πορεία υποτροπιαζόντων επεισοδίων. Οι διαταραχές της διάθεσης, συμπεριλαμβανομένης της δυσθυμικής διαταραχής, χωρίζονται στις καταθλιπτικές διαταραχές (μονοπολική κατάθλιψη), στις διπολικές διαταραχές και σε δύο διαταραχές που βασίζονται στην αιτιολογία (δηλ., αυτές που οφείλονται σε γενική ιατρική κατάσταση ή η προκαλούμενη από ουσίες διαταραχή της διάθεσης). Οι καταθλιπτικές διαταραχές διακρίνονται από τις διπολικές διαταραχές από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ιστορικό μανιακού, μικτού ή υπομανιακού επεισοδίου. Η διπολική I διαταραχή και η διπολική II διαταραχή ενέχουν την παρουσία ή το ιστορικό μανιακών επεισοδίων, μικτών επεισοδίων ή υπομανιακών επεισοδίων, συνήθως με την παρουσία ή το ιστορικό μειζόνων καταθλιπτικών επεισοδίων.

Υπώνυμος όρος

bipolar I mood disorder
bipolar II mood disorder
cyclothymic mood disorder
mood disorder due to a general medical disorder
dysthymic mood disorder
hypomanic episode mood disorder
luteal dysphoric mood disorder
major depressive episode mood disorder
manic episode mood disorder
mixed episode mood disorder
substance-induced mood disorder