Αγγλικός όρος
nutrition
Ορισμός
1. Όλες οι διαδικασίες οι οποίες εμπλέκονται στην πρόσληψη και χρησιμοποίηση τροφής μέσω
της οποίας επιτελείται η αύξηση, επιδιόρθωση και διατήρηση των δραστηριοτήτων του σώματος συνολικάή σε οποιοδήποτε τμήμα του. Η εντερική
διατροφή περιλαμβάνειτη συνηθισμένη στοματική λήψη τροφής και διατροφικών συμπληρωμάτων, ή σίτιση μέσω ρινογαστρικού,
φαρυγγοστομιακού, γαοτροστομιακού ή νηοτιδοστομικού σωλήνα. Ο οργανισμός είναι ικανός να αποθηκεύει ορισμένα θρεπτικά
(γλυκογόνο, ασβέστιο, σίδηρο) για στιγμές κατά τις οποίες η πρόσληψη τροφής είναι ανεπαρκής. Η βιταμίνη C αποτελεί παράδειγμα θρεπτικού μη
αποταμιεύσιμου.
2. Το επαγγελματικό αντικείμενο το οποίο περιλαμβάνει τόσο την επιστημονική μελέτη όσο και την πρακτική χρήση των
θρεπτικών στην υγεία.
Ετυμολογία
[Λατ. nutritio, θρέψη, διατροφή]
Υπώνυμος όρος
enteral nutrition
nutrition: less than body requirements, unbalanced
nutrition: more than body requirements, unbalanced
partial enteral nutrition
partial
parenteral nutrition
nutrition risk for more than body requirements, unbalanced
total enteral nutrition
total parenteral nutrition
nutrition,
readiness for enhanced