Αγγλικός όρος

diabetic coma

Ορισμός

Κώμα λόγω υπερβολικά χαμηλών ή υπερβολικά υψηλών επιπέδων σακχάρου στο αίμα. Παρ' ότι τόσο η υπεργλυκαιμία, όσο και η υπογλυκαιμία μπορούν να προκαλέσουν κώμα στους διαβητικούς ασθενείς, η υπογλυκαιμία είναι πολύ πιο συνήθης. Ως αποτέλεσμα, η επείγουσα αντιμετώπιση της υπογλυκαιμίας (με αμπούλα ενδοφλέβιας δεξτρόζης), χορηγείται πάντα πρώτα σε ασθενείς σε κώμα κατά την αναμονή των αποτελεσμάτων από τις εξετάσεις σακχάρων αίματος. Εάν η αιτία των αλλοιωμένων αισθήσεων είναι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου, συνήθως χρειάζονται ινσουλίνη και μαζική ενυδάτωση.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Τα πρωταρχικά θεραπευτικά μέτρα, είναι η αποκατάσταση υγρών και ηλεκτρολυτών και η χορήγηση ινσουλίνης, τα οποία οδηγούν συνήθως στην εξομάλυνση της μεταβολικής οξέωσης. Ο νοσηλευτής ή ο εργαστηριακός τεχνικός λαμβάνει αίμα για τον προσδιορισμό γλυκόζης, κετόνης, γενική εξέταση αίματος, ηλεκτρολυτών και αερίων του αρτηριακού αίματος και λαμβάνει ούρα για ανάλυση ούρων. Ο ασθενής εξετάζεται για νευρολογικά σημεία και συμπτώματα. Λαμβάνονται μέτρα για την αποτροπή εισρόφησης σύμφωνα με τις εντολές. Εξασφαλίζεται ενδοφλέβια πρόσβαση και χορηγείται κατά τη διάρκεια της πρώτης ώρας 1 λίτρο ή 15 ml/kg διαλύματος φυσιολογικού ορού. Ορισμένοι ιατροί συνιστούν μια ενδοφλέβια μεγάλη δόση 0,1 ως 0,15 μονάδες/kg κανονικής ινσουλίνης μόλις ξεκινήσει η αποκατάσταση των υγρών, αλλά συνήθως η ινσουλίνη αφήνεται έως ότου έχουν ήδη χορηγηθεί 1 έως 2 λίτρα υγρών. Το πρώτο λίτρο υγρού ακολουθείται από διάλυμα φυσιολογικού ορού (ή διάλυμα 0,45% χλωριούχου νατρίου) με συχνότητα 7,5 ml/kg/ώρα επί 2 έως 4 ώρες και έπειτα 3,75 ml/kg/ώρα για 24 ως 36 ώρες έως ότου διορθωθούν οι απώλειες υγρών. Οι πνεύμονες του ασθενούς ακροάζονται ανά ώρα, έπειτα κάθε 2 ως 4 ώρες για υγρούς ρόγχους, ενδεικτικούς υπερφόρτωσης υγρών. Η ινσουλίνη προστίθεται σε όλα τα υγρά μετά από το πρώτο ή δεύτερο λίτρο (ανάλογα με το πρωτόκολλο), ώστε να εγχυθεί με ρυθμό 0,1 μονάδα/kg/ώρα, με σκοπό να ελαττωθούν τα επίπεδα γλυκόζης κατά 75 με 100 mg/dL/ώρα. Η γλυκόζη αίματος του ασθενούς παρακολουθείται ανά ώρα και οι εξετάσεις ηλεκτρολυτών και ακετόνης ορού επαναλαμβάνονται ανά 4 ώρες. Παρακολουθείται επίσης ο καρδιακός ρυθμός του ασθενούς για αρρυθμίες λόγω διαταραχών του καλίου, όπως η κοιλιακή εκτοπία. Από τη στιγμή που η γλυκόζη του αίματος είναι κάτω από 300 mg/dL, αλλάζεται το ενδεδειγμένο ενδοφλέβιο υγρό σε διάλυμα γλυκόζης 5% μαζί με 0,45% διαλύματος χλωριούχου νατρίου ώστε να προληφθεί η υπογλυκαιμία. Κατά τη διάρκεια της αρχικής ανάνηψης και της συνεχιζόμενης θεραπείας υγρών και ινσουλίνης, οι υπεύθυνοι φροντιστές αναζητούν και αντιμετωπίζουν τον υποκείμενο αιτιολογικό παράγοντα (με τη λοίμωξη να είναι ο πλέον κοινός). Ο ασθενής παρακολουθείται στενά έως ότου η γλυκόζη του αίματος είναι κάτω από 190 mg/ dL και οι κετόνες των ούρων είναι σε ίχνη.

Όταν ο ασθενής θεωρηθεί σταθερός, παρουσιάζει εντερικούς ήχους και έχει πλήρη συναίσθηση και είναι σε θέση να ανεχθεί τροφή, χορηγούνται υποδορία ΝΡΗ και ινσουλίνη, όπως συνιστάται. Έπειτα επιτρέπεται στον ασθενή να γευματίσει. Προτού διακοπεί η έγχυση ινσουλίνης, πρέπει να περάσουν ακόμα δύο ώρες έως ότου απορροφηθεί η ενδοφλέβια ινσουλίνη. Η ενδοφλέβια ινσουλίνη έχει χρόνο ημιζωής 5-7 λεπτά, επομένως η πρόωρη διακοπή της μπορεί να οδηγήσει σε ανάκαμψη της κετοξέωσης. Τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος ελέγχονται κάθε 2 έως 4 ώρες σύμφωνα με τις εντολές. Ο διαιτολόγος εξετάζει και αξιολογεί τις διατροφικές ανάγκες του ασθενούς και τον βοηθά να κατανοήσει τη σημασία του σχεδιασμού των γευμάτων για το βέλτιστο έλεγχο της γλυκόζης. Ο ασθενής μπορεί να εξέλθει όταν υπάρξει φυσιολογική ενυδάτωση και πέψη και απουσιάσει η οξέωση. Διδάσκεται πώς να διαχειρίζεται τις τιμές σακχάρου του αίματος και να λαμβάνει ινσουλίνη ή τους συνιστώμενους από του στόματος υπογλυκαιμικούς παράγοντες όταν δεν μπορεί να ληφθεί τροφή, διότι η πάθηση προκαλεί διακυμάνσεις των τιμών σακχάρου του αίματος.

Ανακεφαλαιώνονται τα σημάδια της υπογλυκαιμίας, ο τρόπος παρακολούθησης της γλυκόζης και πώς να ελέγχει ο ασθενής για κετόνες στα ούρα. Ο ασθενής μαθαίνει πώς να υποκαθιστά με υγρά τη στερεά τροφή κατά την διάρκεια συνύπαρξης κάποιας νόσου με στόχο να διατηρεί την επαρκή πρόσληψη υδατανθράκων και υγρών, για την ανάγκη συχνότερης παρακολούθησης της γλυκόζης κατά τη διάρκεια νόσου και ως προς το πότε να επικοινωνεί με τον επιβλέποντα ιατρό (γλυκόζη αίματος άνω των 200 mg/dL, αδυναμία σίτισης, ή έμετοι). Επίσης, ο ασθενής παραπέμπεται σε μαθήματα διαβητικής εκπαίδευσης σε κοινοτικά κέντρα για την καλύτερη κατανόηση και αντιμετώπιση του διαβήτη.