Αγγλικός όρος

gestational diabetes

Ορισμός

Σακχαρώδης διαβήτης που ξεκινά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ως αποτέλεσμα των αλλαγών στον μεταβολισμό της γλυκόζης και στην ινσουλινοαντοχή.

Μολονότι ο διαβήτης της κυήσεως συνηθίζει να υποχωρεί μετά τη γέννα, οι γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη της κυήσεως έχουν 50% πιθανότητα να αναπτύξουν στη μετέπειτα ζωή τους, διαβήτη τύπου 2.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Οι γυναίκες που κινδυνεύουν για εμφάνιση GDM (δηλαδή, γυναίκες ηλικίας άνω των 25 ετών, υπέρβαρες τη στιγμή της εγκυμοσύνης ή από οικογένειες και εθνικές ομάδες με υψηλή συχνότητα ΣΔ τύπου 2), πρέπει να υποβάλλονται σε δοκιμασία ανθεκτικότητας στη γλυκόζη από το στόμα, για να εκτιμηθούν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα τόσο κατά τη νηστεία όσο και μετά από τα γεύματα.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Για την αντιμετώπιση της GDM χρησιμοποιείται δίαιτα με περιορισμένες θερμίδες, τακτική άσκηση και ινσουλίνη. Δεν συνιστώνται υπογλυκαιμικές ουσίες από το στόμα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Στις ΗΠΑ, ο GDM απαντάται στο 1% έως 4% των κυήσεων. Για την πρόληψη αναπτυξιακών προβλημάτων στο έμβρυο, όπως η μακροσωμία (εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος εμβρύου) απαιτείται προσεκτική αντιμετώπιση με δίαιτα, άσκηση και συμπληρωματικές ενέσεις ινσουλίνης. Στις επιπλοκές της μητέρας που σχετίζονται με την GDM, περιλαμβάνεται η υπέρταση λόγω εγκυμοσύνης, η εκλαμψία και η ανάγκη για γέννα με καισαρική τομή.

Συντομογραφία

GDM

Κύριος όρος

diabetes