Αγγλικός όρος

diltiazem

Ορισμός

Αποκλειστής του διαύλου ασβεστίων ο οποίος χορηγείται, είτε από το στόμα είτε ενδοφλέβια, για τη διαχείριση της υπέρτασης, της στηθάγχης, της στηθάγχης Prinzmetal, των υπερκοιλιακών ταχυαρρυθμιών και τις ταχείες κολπικές συχνότητες στον κολπικό πτερυγισμό ή την κολπική μαρμαρυγή. Οι θεραπευτικές κατηγορίες του είναι αντιστηθαγχική, αντιαρρυθμική και αντιυπερτασική.

Συνώνυμο

Cardizem, Diltia XT, DilacorXR