Αγγλικός όρος

ephedrine

Ορισμός

Ένα συνθετικό συμπαθητικομιμητικό αλκαλοειδές που προερχόταν αρχικά από είδη της Εφέδρας. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1887. Στην αρχαία Κινεζική ιατρική χρησιμοποιείτο ως εφιδρωτικό και αντιπυρετικό. Η δράση του είναι παρόμοια με αυτή της επινεφρίνης. Οι επιδράσεις του, αν και λιγότερο ισχυρές, είναι πιο παρατεταμένες, και είναι δραστικό όταν χορηγείται από το στόμα, σε αντίθεση με την επινεφρίνη που δρα μόνο όταν χορηγηθεί με ένεση. Η εφεδρίνη προκαλεί χάλαση των βρογχικών μυών, σύσπαση του ρινικού βλεννογόνου και αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Χρησιμοποιείται κυρίως για τη βρογχοδιασταλτική της δράση στο άσθμα και για την αγγειοσυσπαστική δράση της στο ρινικό βλεννογόνο στην αλλεργική ρινίτιδα.

ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑ: Το χλωριούχο ασβέστιο, το ιώδιο και το ταννικό οξύ είναι ασύμβατα με την εφεδρίνη.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η εφεδρίνη και η εφέδρα μπορεί να προκαλέσουν υπερτασικές κρίσεις, μυοκαρδιακή ισχαιμία και διαταραχές του καρδιακού ρυθμού.

Υπώνυμος όρος

ephedrine hydrochloride
ephedrine sulfate