Αγγλικός όρος

euthanasia

Ορισμός

1. Ένας εύκολος, ήρεμος και ανώδυνος θάνατος.

2. Ο σκόπιμος τερματισμός της ζωής ανθρώπων (ή στην κτηνιατρική, ζώων) με ανίατες ή θανατηφόρες νόσους ή αφόρητο πόνο και ταλαιπωρία. Οι ηθικές συνιστώσες του ζητήματος συνεχίζουν να απασχολούν τον ιατρικό κόσμο και παραμένουν άλυτες. Θα πρέπει οι ασθενείς να έχουν το δικαίωμα να επιλέγουν το θάνατο, όταν επίκειται ο θάνατος ή ο πόνος είναι αφόρητος. Η συμμετοχή ενός επαγγελματία υγείας (π.χ. του ιατρού, του νοσηλευτή ή του φαρμακοποιού) παραβιάζει την ατομική, επαγγελματική, θρησκευτική ή κοινωνική ηθική.

Ετυμολογία

[Ελλ. eus, ευ + thanatos, θάνατος]

Υπώνυμος όρος


involuntary euthanasia
nonvoluntary euthanasia