Αγγλικός όρος

ego

Ορισμός

Στην ψυχανάλυση, μία από τις τρεις κύριες υποδιαιρέσεις του μοντέλου του ψυχικού μηχανισμού. Οι άλλες δύο είναι το Id (Αυτό) και το Υπερεγώ. Το Εγώ εμπλέκεται στη συνείδηση και στη μνήμη και διαδραματίζει μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στις πρωτόγονες ενστικτώδεις ή ζωώδεις ενορμήσεις (Id), στις εσωτερικευμένες κοινωνικές αναστολές (Υπερεγώ) και στην πραγματικότητα. Η ψυχαναλυτική χρήση του όρου δεν πρέπει να συγχέεται με τη συνηθισμένη χρήση του όρου, με την έννοια της φιλαυτίας ή του εγωισμού.

Ετυμολογία

(Λατ. ego, εγώ)